Περιδιαβάζοντας στο διαδίκτυο σκάλωσα σε αυτή την εκπληκτική φωτογραφία του John Stanmeyer. Σ’ αυτήν φαίνονται Aφρικανοί μετανάστες στην παραλία του Τζιμπουτί, ενώ προσπαθούν να βρουν φτηνό σήμα κινητής τηλεφωνίας από την
γειτονική Σομαλία, προκειμένου να επικοινωνήσουν με τους δικούς
τους. Αυτή η εικόνα όμως των ανθρώπων που αναζητούν σήμα,
κοιτώντας με προσδοκία τις τηλεφωνικές τους συσκευές, προκειμένου να επικοινωνήσουν με αυτούς που άφησαν πίσω τους, σε συνδυασμό με το μυστικιστικό σκηνικό του νυχτερινού ουρανού και της πανσελήνου, παρέπεμψε τη σκέψη μου αλλού.
Αναλογίστηκα τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων που εξαιτίας μιας ζωής που ψάχνουν ως απάντηση στο αναπάντητο “γιατί” του θανάτου, στρέφονται προς τον ουρανό. Ψάχνουν σαφώς – αν και δεν το ομολογούν τις περισσότερες φορές – “σήμα” να επικοινωνήσουν με αυτό που άφησαν. Με κάποιο θεό, με κάποια ανώτερη δύναμη, κάποιο αγαπημένο πρόγονο, ίσως μάλιστα για τους ίδιους και να μην έχει τόση σημασία για το ποιόν ψάχνουν. Το ίδιο όμως το γεγονός ότι όλοι στρέφονται σε αυτό το “κάτι” που ξέρουν ότι είναι κάπου εκεί έξω και προσπαθούν να “πιάσουν” σήμα για να του μιλήσουν λέει πάρα πολλά. Μια εσωτερική πληροφόρηση, ειδοποιεί μαζικά τους ανθρώπους για αυτό το άυλο “κάτι”, δημιουργώντας μέσα τους το θρησκευτικό συναίσθημα. Κάτι για το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να είναι περήφανος ανάμεσα στα άλλα έμψυχα όντα για τη μοναδικότητά του. Ωστόσο αυτή η περίεργη αναμφισβήτητα μοναδικότητα τον φέρνει επίσης και σε θέση ευθύνης. Επειδή αν υπάρχει μέσα του ως ένδειξη κινδύνου, η λειτουργική προειδοποίηση μέσω της συνείδησης, και του φόβου του θανάτου, τότε σημαίνει ότι επείγει πριν αφήσει αυτό τον κόσμο να έχει δώσει μια πειστική απάντηση σε όλο αυτό.
Τι είναι όμως αυτό που κυριαρχεί αντ’ αυτού, ως επι το πλείστον;
Το να γίνεται το υποπροϊόν της αναζήτησής του ανθρώπου για τον αληθινό Θεό και το “σήμα” του – η θρησκεία δηλαδή – αυτοσκοπός και ο ίδιος να χάνεται, μην έχοντας βρει τελικά τον στόχο του.
Τις προάλλες μου φαινεται ότι συνάντησα άλλον ένα τέτοιον άνθρωπο. Μια κυρία που πάρα τα ογδόνταεπτά της χρονια ήταν καλοστεκούμενη. Χήρα απο χρόνια και χωρίς παιδιά μου διηγόταν – καθώς και οι δύο περιμέναμε στην αναμονή κάποιου ιατρείου – τα βασανά της, όταν ξαφνικα η σκέψη της, πήγε στον θάνατο και το ίδο ξαφνικά μου λέει: “Κι άραγε μετά από όλα αυτά να υπάρχει τίποτε; Ποιος να ξέρει.” Ξαφνιαστηκα απο την απλότητα και την ειλικρίνειά της. Θεια της λεω, ο Χριστός ο ίδιος είπε ότι όχι μόνο υπάρχει ζωη και μετά το θάνατο, αλλα επίσης ότι όποιος πιστευει σε Αυτόν έχει από τώρα αυτη τη ζωή. Για σκεψου τι λες στην προσευχή μετά το Πάσχα; Δεν λες ” Αναστάς ο Ιησούς από τον τάφο, καθώς προείπεν έδωκεν ημίν την αιώνιαν ζωήν και το μέγα έλεος;” Εκει λέει σε χρόνο αόριστο “έδωκεν”, δηλαδη ότι ήδη ο Χριστός σου έχει δωσει την ζωή, εαν τον πιστευεις. Είχε γουρλωσει τα ματια της. Σίγουρα δεν ειχε ξανακουσει κατι τέτοιο. “Τι μου λες παιδί μου, μου λέει, τώρα ευχαριστηθηκα μέσα στην ψυχη μου με αυτα τα λόγια.” Χωριστήκαμε. Άραγε έπιασε το “σημα”; Τέτοιες κουβέντες γεννάνε μέσα μου τη λαχτάρα άνθρωποι που χάνονται στην παραλία του κόσμου ψάχνοντας για “σήμα” να το βρουν. Θυμάμαι το πάθος με το οποίο μιλαει ο απόστολος στην δεύτερη προς Κορινθίους επιστολη του:
“Είμεθα λοιπόν πρεσβευταί του Χριστού. Είναι σαν να σας προέτρεπε ο Θεός δια μέσου ημών. σας παρακαλούμε εις το όνομα του Χριστού, συμφιλιωθείτε με τον Θεόν.” (2Κορ. 5:20 )
Δεν σας φαίνεται και σας, ότι παροτρύνει λέγοντας:”Πιάστε πάση θυσία το “σήμα” του Χριστού”;