Σκεπτικισμός για την ανάσταση;

Είναι αλήθεια ότι για το τί πιστεύει κανείς πολλές φορές δεν του χρειάζεται ιδιαίτερα λογική εξήγηση. Είναι επίσης αλήθεια ότι στον πίνακα ελέγχου του ανθρώπου υπάρχει η επιλογή να κατευθύνει τον εαυτό του να πιστεύει οτιδήποτε  θελήσει. Συχνά όταν μιλάμε για θέματα πίστης το πρώτο που βγαίνει στην επιφάνεια είναι η άποψη ότι  η πίστη είναι υποκειμενική. Και πράγματι μπορεί να είναι έτσι, αλλά όχι πάντα.

Πρόσφατα γιορτάσαμε την Κυριακή του Πάσχα την ανάσταση του Χριστού.  Μπήκαμε στο γιορτινό ύφος των ημερών κάποιοι συμμετείχαμε στο κατανυκτικό κλίμα. Γιορτάσαμε ένα γεγονός για το οποίο  σε πολλούς από εμάς  έρχονται  ερωτήματα του τύπου: «Να είναι τάχα αλήθεια;»  «Κι αν ναι τι σχέση έχει αυτό με μένα;» παρ’ όλα αυτά όλοι, λίγο ή πολύ ευχόμαστε με το «Χριστός Ανέστη» και την απάντηση του « Αληθώς Ανέστη». Την ίδια στιγμή όμως δεν είμαστε καθόλου σίγουροι για το γεγονός. Άλλοι  δεν το ψάχνουμε και ιδιαίτερα. Πολλοί φοβόμαστε ότι αν το ψάξουμε θα αντιμετωπίσουμε άλλη μια υποκειμενική πίστη, ή πολύ χειρότερα μια καλοστημένη παγίδα της θρησκείας στην οποία μας κατεύθυναν κάνοντάς μας πλύση εγκεφάλου από μικρά.

Είναι όμως έτσι; Γιατί αν κάτι τέτοιο είναι αλήθεια τότε έρχεται το ερώτημα «Γιατί χρειάζομαι θρησκευτικά βοηθήματα για να ζήσω ειδικά αν αυτά είναι ψεύτικα;»

«Οι Χριστιανοί δεν έχουν καμμία ανάγκη να εμποδίσουν τη διάδοση της αλήθειας. Αυτοί άλλωστε πιστεύουν σε κάποιον, για τον οποίον διακηρύττουν ότι είναι η Αλήθεια. Εάν ο Χριστός δεν έχει Αναστηθεί, τότε, όσο γρηγορότερα οι Χριστιανοί σταματήσουν να υποστηρί­ζουν την Ανάσταση, τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς. Δεν έχουν ανάγκη ούτε να καλύπτονται πίσω από παραδόσεις ούτε να αναζητούν καταφύγια σε όμορφα παραμύθια για να στηρίξουν την πίστη τους.» λέει ο Michael Green στο βιβλίο του «Η μέρα που πέθανε ο θάνατος[1]» και είναι πράγματι έτσι.

Από την άλλη κάθε ένας που αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την ανάσταση του Χριστού θα πρέπει να αναγνωρίσει πως για να εξετάσει το γεγονός αμερόληπτα θα πρέπει πρώτα από όλα να αφαιρέσει από πάνω του την προκατάληψη που τον οδηγεί στην άρνηση της ανάστασης και θα πρέπει να εξετάσει με προσοχή  σημαντικά στοιχεία που εγείρουν ερωτήματα και που χρειάζονται ντόμπρες απαντήσεις.

Συνήθως θεωρούμε προκατειλημμένους τους ανθρώπους που μιλούν θετικά για τον Θεό. Αυτό όμως ακόμα κι αν σε πολλές περιπτώσεις θρησκευόμενων συμβαίνει δεν προεξοφλεί  ότι οι προοδευτικοί άνθρωποι είναι ελεύθεροι από προκαταλήψεις.

Τις πληροφορίες της ανάστασης τις αντλούμε από τα αρχαία κείμενα όπως για παράδειγμα αυτό του ευαγγελίου του Μάρκου που υπολογίζεται ότι γράφτηκε γύρω στο 60μ.Χ. και συνεπώς απείχε λιγότερο από τριάντα χρόνια από τα γεγονότα που περιγράφει. Την ίδια στιγμή και οι υπόλοιποι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης αναφέρονται με απόλυτη σιγουριά στην ανάσταση και διασώζουν μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων. Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι ιδιαίτερης σημασίας καθώς όλοι αυτοί οι αυτόπτες  μάρτυρες δεν ήταν ούτε ολιγάριθμοι ούτε κοινής καταγωγής ή κοινωνικής τάξης, ούτε έγιναν μάρτυρες της ανάστασης την ίδια στιγμή, οι οποίοι όχι μόνο δεν πίστευαν σε αυτήν αλλά δεν την είχαν καν ως πιθανότητα(βλέπε ευαγγέλιο του Ιωάννη 20:1-10). Μετά το θάνατο του Ιησού μάλιστα, όλοι σκόρπισαν απογοητευμένοι. Το σπουδαιότερο δε, είναι ότι τριάντα χρόνια αργότερα όταν αυτά τα γεγονότα γράφονταν στα ευαγγέλια, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν εν ζωή. Όταν οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης έγραφαν την μαρτυρία τους ή αναφέρονταν στα γεγονότα της ανάστασης είχαν εκατοντάδες άτομα τα οποία πολύ εύκολα θα μπορούσαν να διαψεύσουν τα λεγόμενά τους.

Αλλά για να πάρουμε μια ιδέα για τους ανθρώπους αυτούς, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε σε ένα απόσπασμα επιστολής του αποστόλου Παύλου.

«Επειδή, εν πρώτοις, σας παρέδωσα εκείνο, το οποίο και παρέλαβα, ότι ο Χριστός πέθανε εξαιτίας των αμαρτιών μας σύμφωνα με τις γραφές· και ότι θάφτηκε, και ότι την τρίτη ημέρα αναστήθηκε, σύμφωνα με τις γραφές· και ότι φάνηκε στον Κηφά (εννοεί τον Πέτρο), έπειτα στους δώδεκα· ύστερα απ’ αυτά φάνηκε σε 500 και περισσότερους αδελφούς, μονομιάς, από τους οποίους οι περισσότεροι παραμένουν στη ζωή μέχρι τώρα, μερικοί όμως και κοιμήθηκαν· έπειτα, φάνηκε στον Ιάκωβο, ύστερα σε όλους τούς αποστόλους·

και τελευταίον απ’ όλους, φάνηκε και σε μένα, σαν σε έκτρωμα.»

(1Κορ. 15:3-8) – οι υπογραμμίσεις δικές μου.

Οι αυτόπτες μάρτυρες είναι:  ο Πέτρος,  μια ομάδα δώδεκα ατόμων,  μια ομάδα πεντακοσίων (που οι περισσότεροι είναι εν ζωή τον καιρό που γράφεται το κείμενο), ο Ιάκωβος, οι  έντεκα απόστολοι, και τέλος ο ίδιος ο απόστολος  Παύλος. Όλα αυτά αναφέρονται σε ένα κείμενο που με κανένα τρόπο δεν έχει γραφτεί μετά το 70μ.Χ. για ένα γεγονός μόνο τρεις δεκαετίες πριν.

 

Ας αναλογιστούμε ένα σύγχρονο  γεγονός που έχει συμβεί γύρω στα τριάντα χρόνια πρίν, αυτό του Πολυτεχνείου για παράδειγμα. Πως αισθανόμαστε για αυτό; Δεν είναι πολύ ζωντανό; Γύρω μας υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που το έζησαν. Κάποιοι από αυτούς που γνωρίζουμε ήταν εκεί την ώρα που το άρμα μάχης έριχνε την πόρτα. Αν σκεφτούμε όμως την Μικρασιατική καταστροφή με απόσταση ενενήντα χρόνια από εμάς, δεν είναι αλήθεια ότι παρ’ όλες τις γραπτές μαρτυρίες και τις φωτογραφίες,  μας φαίνεται πολύ μακρινή;

 

Όταν μιλάμε για ιστορικά γεγονότα  το πόσο κοντά σε αυτά  είναι αυτός που τα καταγράφει έχει  μεγάλη σημασία.

 

Ο Τάκιτος είναι ο κύριος ιστορικός της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας και έζησε την εποχή  που έζησε ο Χριστός. Αν και τα γεγονότα που περιγράφει είχαν συµβεί περίπου ογδόντα χρόνια πριν, η ιστορική του ακρίβεια θεωρείται μεγάλη. Άλλος μεγάλος ιστορικός της ίδιας περιόδου, ήταν ο Σουετώνιος, που έγραψε για γεγονότα που είχαν συμβεί έναν αιώνα πριν. Στον Ιουδαϊσµό πάλι, το Α’ Μακκαβαίων γράφτηκε γύρω στα 100 π. Χ., και αναφέρεται σε ανδραγαθήματα των μαχητών της ελευθερίας, που είχαν γίνει εβδομήντα χρόνια πριν. Ωστόσο θεωρείται πολύ αξιόπιστο.

 

Για ποιο λόγο λοιπόν θα έπρεπε να δεχτούμε ότι ένα κείμενο σαν την Καινή Διαθήκη που απέχει από τα γεγονότα μόνο τρεις δεκαετίες και που όταν γραφόταν οι περισσότεροι από τους αυτόπτες μάρτυρες ήταν εν ζωή, θα μπορούσε  να κριθεί αναξιόπιστο; Μήπως εξαιτίας της προκατάληψης; Η προκατάληψη δεν έχει στρατόπεδο μπορεί να είναι παντού και στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να είναι και σε αυτούς που θεωρούνται προοδευτικοί. Οι οποίοι προκειμένου να κάνουν μια ειλικρινή έρευνα θα πρέπει να την αποβάλουν.

 

Στα κείμενα της καινής Διαθήκης περιγράφονται πολλά γεγονότα της ζωής του Ιησού. Περιγράφονται επίσης με πολλές λεπτομέρειες οι τελευταίες ώρες πριν την εκτέλεση του, η ίδια η εκτέλεση αλλά και η ταφή.

 

Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο ιστορικό πρόσωπο για το οποίο να έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τις τελευταίες του ώρες. Και η κυριότερη αιτία για αυτό ήταν το γεγονός ότι οι συγγραφείς των ευαγγελίων προσπάθησαν να διασώσουν γεγονότα που αποτελούσαν εκπλήρωση προφητειών που είχαν ειπωθεί για τον Μεσσία εκατοντάδες χρόνια πριν και που αποδείκνυαν στους ομοεθνείς τους ότι ο Ιησούς είναι πράγματι ο Μεσσίας. Χωρίς όμως να το καταλάβουν με τον τρόπο αυτό άφησαν πολλές καταγραφές από αυτές που χρησιμοποιούν σήμερα οι κριτικοί των κειμένων για να πιστοποιήσουν εάν ένα αρχαίο κείμενο είναι γνήσιο ή όχι.  Πληροφορίες που αφορούν δρομολόγια που ακολουθήθηκαν αποστάσεις, ονομασίες αξιωματούχων και αρχόντων, τοποθεσίες και κτίρια, συνήθειες κ.ο.κ. έχουν σωθεί μέσα στα κείμενα αυτά και αποτελούν σοβαρά πειστήρια της αξιοπιστίας τους. Την ίδια στιγμή όλες αυτές οι λεπτομέρειες κάνουν ακόμα πιο δύσκολο το να επιχειρηθεί μια εξαπάτηση καθώς τα γραφόμενα την εποχή που γράφτηκαν θα εκτίθονταν σε περισσότερες πιθανότητες ενός λάθους που οι αυτόπτες μάρτυρες δεν θα δίσταζαν να δηλώσουν.

 

Από την άλλη κάτι που μπορεί να διαφεύγει σε πολλούς όταν μιλάμε για «εξαπάτηση» αυτοί που εμπλέκονται σε κάτι τέτοιο έχουν ένα κίνητρο, ή ένα σοβαρό λόγο που τους κάνει να αποφασίσουν να ρισκάρουν να εξαπατήσουν.

Εάν υποθέσουμε ότι υπήρχε θέμα εξαπάτησης και εφόσον  μπόρεσε να κρατηθεί μυστικό εδώ και αιώνες, κάποιοι πάντως θα ήξεραν την «αλήθεια», και αυτοί δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από τους αποστόλους. Τι κίνητρο λοιπόν θα μπορούσαμε να βρούμε πίσω από μια τέτοια κίνηση από μέρους τους;

Γιατί να βγουν και να ισχυριστούν ότι ο Ιησούς αναστήθηκε;

Δεν υπήρχε κανένας λόγος. Δεν υπάρχει το κίνητρο. Μάλιστα το συμφέρον τους θα ήταν να ξεχάσουν τα τριάμισι χρόνια ζωής με τον Ιησου και να γυρίσουν στον τρόπο ζωής που είχαν πριν. Κάποιοι από αυτούς ήταν ευκατάστατοι, άλλοι όπως ο Ματθαίος ο πρώην τελώνης είχε τις γνωριμίες του και θα έβρισκε και πάλι τον τρόπο να συνεχίσει τη ζωή του όπως πριν.

 

Παρακαλώ ας σκεφτούμε σε τι ωφελήθηκαν υλικά αυτοί οι άνθρωποι ισχυριζόμενοι ότι ο Χριστός αναστήθηκε. Όχι μόνο δεν ωφελήθηκαν αλλά αντίθετα μπήκαν σε μπελάδες ως το τέλος της ζωής τους. Σύρθηκαν στα δικαστήρια, ραβδίστηκαν, φυλακίστηκαν, η συντριπτική πλειοψηφία πέθανε βίαια. Και όλα αυτά για ποιο λόγο;

 

Αυτοί οι άνθρωποι μετά τη σταύρωση σκόρπισαν. Ο θερμότερος υποστηρικτής του Ιησού ο Πέτρος αρνήθηκε τον δάσκαλό του, πρώτα  μπροστά σε μια έφηβη υπηρέτρια, και έπειτα σε έναν δούλο. Μόνος ο Ιωάννης μαζί με την μητέρα του Ιησού καθώς και μερικές γυναίκες ακόλουθες του, φαίνεται ότι παρατηρούσε σιωπηλά το μαρτύριο του Χριστού αδύναμος να επέμβει.

Αμέσως μετά βρίσκουμε κάποιους από τους αποστόλους κλειδωμένους σε ένα ανώγειο και φοβισμένους για τη ζωή τους. Καμία σκέψη όχι να κλέψουν το σώμα αλλά ούτε καν να βγουν έξω.

 

Αυτή η κατάσταση όμως άλλαξε ξαφνικά και ολοκληρωτικά προς το αντίθετο. Ο φόβος και η ανασφάλεια έδωσαν την θέση στην χαρά και στο θάρρος. Η απογοήτευση στην ελπίδα. Κι αυτό συνέβη όχι σε ανθρώπους που περίμεναν μιαν ανάσταση αλλά σε ανθρώπους όπως ή Μαγδαληνή που ενώ δεν έβρισκε το σώμα του Ιησού για να το μυρώσει έψαχνε μήπως κάποιος το μετακίνησε. Σε ανθρώπους όπως ο Θωμάς που δεν πίστευε τους υπόλοιπους μαθητές που του έλεγαν ότι είδαν τον Ιησού ζωντανό. Όπως τους δύο μαθητές από τον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του Χριστού που  την τρίτη μέρα και ενώ είχαν μάθει ότι ο Ιησούς αναστήθηκε εκείνοι ξεκίνησαν να γυρίσουν στο χωριό τους. Άνθρωποι που η πιθανότητα «ανάσταση» δεν υπήρχε στο μυαλό τους.

 

Στις φυσικές επιστήμες όταν σε ένα φαινόμενο ή ένα πείραμα παρατηρούνται ολοκληρωτικές αλλαγές αυτό σημαίνει για τους επιστήμονες ότι ένας καινούργιος παράγοντας έχει επιδράσει στο φαινόμενο και προκαλεί τα νέα δεδομένα.

Στην περίπτωση των μαθητών ποιος θα μπορούσε να είναι ο παράγοντας αυτός που άλλαξε τόσο καθοριστικά τη στάση τους αν όχι η ανάσταση η ίδια;

 

Υπάρχει όμως κι άλλο στοιχείο άξιο παρατήρησης και αυτό είναι ο άδειος τάφος. Στα κείμενα διαβάζουμε την άποψη των εχθρών του Ιησού, στην οποία προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί ο τάφος ήταν άδειος. Και το άδειος τάφος ίσως να μην εκφράζει ακριβώς αυτό που έρχεται στο μυαλό μας επειδή πράγματι ένας άδειος τάφος μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε. Ίσως θα ήταν καλύτερα αν το διατυπώναμε με:  «Το σώμα που έλειπε». Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι αυτόπτες μάρτυρες φίλοι και εχθροί ήρθαν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα ότι το σώμα δεν ήταν εκεί.

 

Τι είναι όμως αυτό που κάνει αυτή τη λεπτομέρεια σημαντική;

 

Στα κείμενα της Καινής Διαθήκης μας λέει σχετικά στο ευαγγέλιο του Μάρκου:

 

«Και όταν έγινε ήδη βράδυ, επειδή, ήταν Παρασκευή, δηλαδή, προσάββατο,

ήρθε ο Ιωσήφ, αυτός από την Αριμαθαία, ένας εκτιμώμενος βουλευτής, που κι αυτός περίμενε τη βασιλεία τού Θεού· και, τολμώντας, μπήκε μέσα στον Πιλάτο, και ζήτησε το σώμα τού Ιησού. Ο δε Πιλάτος θαύμασε αν είχε ήδη πεθάνει· και αφού προσκάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε, αν είχε πεθάνει προ πολλού. Και μαθαίνοντας από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα τού Ιησού στον Ιωσήφ. Κι αυτός, αγοράζοντας ένα σεντόνι, και αφού τον κατέβασε, τον τύλιξε με το σεντόνι· και τον έβαλε σε μνήμα, που ήταν λατομημένο από πέτρα· και επάνω στη θύρα τού μνήματος κύλισε μια πέτρα.»

(Μάρκ. 15:42 – 46)

Το ίδιο λέει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης προσθέτοντας όμως μια λεπτομέρεια που είναι πολύ σημαντική.

 

«Και ύστερα απ’ αυτά, ο Ιωσήφ, εκείνος από την Αριμαθαία, που ήταν μαθητής τού Ιησού, κρυμμένος, όμως, εξαιτίας τού φόβου των Ιουδαίων, παρακάλεσε τον Πιλάτο να σηκώσει το σώμα τού Ιησού· και ο Πιλάτος έδωσε την άδεια. Ήρθε, λοιπόν, και σήκωσε το σώμα τού Ιησού. Ήρθε μάλιστα και ο Νικόδημος, που αρχικά είχε έρθει στον Ιησού μέσα στη νύχτα, φέρνοντας μίγμα από σμύρνα και αλόη 100 περίπου λίτρες. Πήραν, λοιπόν, το σώμα τού Ιησού, και το έδεσαν με σάβανα μαζί με τα αρώματα, όπως είναι συνήθεια στους Ιουδαίους να ενταφιάζουν.»

(Ιωάν. 19:38 – 40)

Η σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία χρησιμοποίησε αρχικά ένα σεντόνι για να μεταφέρει το νεκρό σώμα του Ιησού μέχρι τον ιδιόκτητο τάφο του, αλλά στη συνέχεια  με τη συνδρομή του Νικόδημου – άλλου κρυφού φίλου του Ιησού-  μύρωσαν το σώμα και το τύλιξαν με τα σάβανα όπως ήταν το έθιμο  στους  Ιουδαίους. Αυτό το έθιμο είχε ως εξής. Τα σάβανα εκείνης της εποχής δεν ήταν  σεντόνια, αλλά λωρίδες ύφασμα το οποίο εφόσον υπήρχαν χρήματα, τα βουτούσαν σε  αλόη (αντισηπτικό ) και σε σμύρνα (αρωματικό βερνίκι) και τύλιγαν πρώτα τα δάχτυλα μετά τα μέλη ξεχωριστά. Στη συνέχεια  το σώμα ολόκληρο τυλιγόταν σφικτά μέχρι το λαιμό, δημιουργώντας  κάτι σαν μούμια γύρω από το νεκρό σώμα. Αυτή την τεχνική την είχαν πάρει οι Ιουδαίοι από τους Αιγυπτίους ταριχευτές  με τη διαφορά ότι αντίθετα με εκείνους δεν κάλυπταν το κεφάλι . Το κεφάλι τυλιγόταν ξεχωριστά με ένα άλλο κομμάτι ύφασμα. Μετά από αυτού του τύπου την ταφή τρεις μέρες αργότερα οι πάνινες λωρίδες ήταν στεγνές και αρκετά σκληρές σαν να ήταν κολλαρισμένες.

 

Όταν λοιπόν  γράφει ο Ιωάννης στο ευαγγέλιο του :

«Έρχεται, λοιπόν, ο Σίμωνας Πέτρος ακολουθώντας τον, και μπήκε μέσα στο μνήμα, και κοιτάζει τα σάβανα να κείτονται καταγής, και το σουδάριο, που ήταν επάνω στο κεφάλι του, να μη κείτεται μαζί με τα σάβανα, αλλά τυλιγμένο χωριστά σε ένα μέρος.»

(Ιωάν. 20:6 – 7)

Το κάνει επειδή τα σάβανα αποτελούσαν ένα φοβερά παράξενο θέαμα που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν.  Υπήρχε  εκεί μπρος στα μάτια τους  μια «άδεια μούμια» κάτι σαν άδειο κουκούλι που αυτό από μόνο του ήταν ένα πολύ δυνατό πειστήριο αυτού που είχε συμβεί μέσα στον σφραγισμένο τάφο λίγες ώρες πριν.  Αυτά τα ξερά σάβανα άδεια από το σώμα που φιλοξενούσαν λίγο πριν ήταν η αιτία που οι εχθροί του Ιησού προσπαθούσαν να εξηγήσουν  γιατί  δεν υπήρχε το σώμα στη θέση του.

 

Θα μπορούσαμε να συζητάμε και για άλλες λεπτομέρειες αυτού του τύπου και για τις σοβαρές ενδείξεις  για την Ανάσταση που μας δίνουν  αλλά  ξέρουμε ότι η σημαντική διαφορά μεταξύ ενός προσώπου που ζει και ενός πεθαμένου είναι ακριβώς αυτή η ζωή του. Ακόμα κι αν μπορούσαμε  να συλλέξουμε  εκατοντάδες  ενδείξεις αλλά δεν μπορούσαμε  να δείξουμε το ζωντανό  πρόσωπο οι προσπάθειές μας δεν θα είχαν κανένα νόημα.

 

Το σημαντικότερο  πειστήριο της Ανάστασης είναι τα εκατομμύρια των ανθρώπων που η ζωή τους άλλαξε ολοκληρωτικά μετά την συνάντησή τους με τον Χριστό.

 

Άνθρωποι όλων των ειδών και των τάξεων. Κάθε χαρακτήρα,  πετυχημένοι και μη, απλοϊκοί και φιλοσοφημένοι, πλούσιοι, φτωχοί,  που κοινό τους σημείο είναι ότι έψαξαν να δουν πως θα γλιτώσουν τον θάνατο και έτσι σχετίστηκαν  με τον αναστημένο Κύριο.

Δεν μιλάμε για μια μυστικιστική εμπειρία αλλά για αυτό που ο ίδιος ο Ιησούς ονόμασε «άνωθεν γέννηση».  Αυτή η εκπληκτική εμπειρία  που  συμβαίνει καθώς ο άνθρωπος αποκτά τη δυνατότητα να μεταγγιστεί η ζωή του Θεού, μέσα του και  μέσω του Χριστού  συμφιλιώνεται με τον Θεό. Η εμπειρία που φέρνει ειρήνη στη συνείδηση και  κάνει το  χρόνο που περνά ακίνδυνο επειδή ο θάνατος  δεν φοβίζει πια. Τότε που  η παρούσα ζωή αποκτάει αξία να τη ζήσει κανείς  επειδή η αιτία της βρίσκεται στο μέλλον.


[1] Εκδόσεις Πέργαμος


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: