Νερό!!

“Πριν μερικές εβδομάδες τους είχαν παει στη Σαβοϊα. Ο οδηγός τους είχε παει καταντίκρυ σ’ένα μεγάλο καταρράχτη που μοιαζε σαν πλεγμένη κολώνα που μούγκριζε.

– Δοκιμάστε, τους είπε.

Κι ήταν νερό γλύκό. Νερό! Εδώ, (στη Σαχάρα) χρειάζεσαι ημερών πορεία για να φτάσεις στο πιο κοντινό πηγάδι και όταν το βρεις πόσες ώρες πρέπει να σκάψεις την άμμο για να γιομίσει ενα λαγήνι με λάσπες και ούρα γκαμήλας….

Σώπαιναν, καθόντουσαν σοβαροί άλαλοι μπροστά σ’αυτό το ξετύλιγμα του μυστήριου που επιβλητικά απλωνότανε μπροστά τους. Αυτό που κατρακυλούσε έτσι απ’ την κοιλιά του βουνού, ήταν η ζωή, ήταν το ίδιο το αίμα των ανθρώπων. Ένα δευτερόλεπτο βροχής από το νερό αυτό θα αρκούσε για να αναστηθούν ολάκερα καραβάνια, που καταδιψασμένα βούλιαζαν για πάντα στο απύθμενο βάθος των λιμνών από αλάτι και των αντικατοπτρισμών της ερήμου. Εδώ φανερώνονταν ο Θεός: δεν μπορούσε κανείς να τον περιφρονήσει. Ο Θεός άνοιγε τους κρουνούς και έδειχνε τη δύναμή του: οι τρεις Μαυριτανοί ούτε που σάλευαν καν.

 

– Τι έχετε να δείτε περισσότερο; Ελάτε να πηγαίνουμε …

 

– Πρέπει να περιμένουμε.

 

– Να περιμένετε, τί;

 

– Το τέλος του νερού.

 

Ήθελαν να περιμένουν την ώρα που ο Θεός θα κουραζόταν απο την τρέλα του να χύνει νερόστην έρημο. Ο Θεός μετανοιώνει γρήγορα, είναι φυλάργυρος.

 

– Μα το νερό αυτό τρέχει απο χιλιάδες χρόνια!”

 

Το παραπάνω απόσπασμα είναι απο το βιβλίο του Antoine de Saint-Exypery, “Η γή των ανθρώπων”.  Σαν γνήσιος συμβολιστής που είναι καταπιάνεται με πολλά  στο βιβλίο του αυτό. Δεν αντέχω όμως και εγώ να μην σκαλώσω σε τούτη την εικόνα, τρεις Μαυριτανοί που μέχρι πριν λιγο δίψαγαν. Κάθονται αποσβολωμένοι, να χορτάσουν με τα ματια αυτό που δοκίμασαν και τους ξεδίψασε κι αν μπορούσαν θα θελαν να μένουν εκεί για πάντα  να το γεύονται, τούτο το αγαθό που μόνο στον παράδεισό τους, το περίμεναν.

 


 

Η δίψα είναι σαν ένα μεγάλο ερώτηματικό που έρχεται και ξανάρχεται.  Κι όσο έρχεται τόσο δυνατότερο, τόσο αμείληκτο φαντάζει. Πιεστικό και καταλυτικό των πάντων τριγύρω.  Η απάντησή του, το νερό.

 

Δεν μπορείς να θεωρήσεις κάποιον που διψάει άρρωστο. Δεν τον στέλνεις στο γιατρό αλλά στην πηγή.  Θυμάμαι που απο μικρός ψαχνόμουν δεν μου έφταναν οι θρησκευτικές απαντήσεις και φιλοσοφούσα. Υπάρχει ένα αμείλικτο ερώτημα που έρχεται ξανα και ξανα στη σκέψη σου.  Λες και θέλει να σε εξαντλήσει. Ισως κάποιοι μπορούν να το ξεγελάσουν να το ψευτοαπαντήσουν μα στην ουσία τίποτα δεν έχει αλλάξει.

 

Αυτό συνεχίζει να ρωτά και στανικά να απαιτεί. Πες μου απο που ήρθα. Πές μου απο που!

 

Ρωτας λοιπόν και κανείς δεν ξέρει.  Δεν ξέρει ο φίλος σου, δεν ξέρει ο γονιός σου. Μπορεί βέβαια  να σου πει διαφορα αλλά στην ουσία ξεχνά οτι κάποιος του έστειλε εσένα στην οικογένεια του, έναν άγνωστο δηλαδή που δεν ήταν σε θέση να ορίσει ούτε το φύλο του.

 

Και σαν να μην έφτανε αυτό κοντά στο ερώτημα της αρχής της ζωής, αλλο μεγάλο ερώτημα το ερώτημα του τέλους της.  Αμείλικτό και βασανιστικό. Έρχεται και αυτό κάθε τόσο έτσι ή αλλιώς.

 

Εν τούτοις οι άνθρωποι στέλνουν τους διψασμένους στο γιατρό. Κι όλοι τους, διψασμένοι και μη βασανίζονται μέσα στους “αντικατοπτρισμούς” ή τις “αλμυρές λίμνες”. Στην καλύτερη των περιπτώσεων κάτι πα να κάνουν παλεύοντας σε εγκαταλειμένα πηγάδια οάσεων που εκεί πρέπει να σκάψουν έτσι όπως αναφέρει στο απόσπασμα κι ύστερα να πιούν βρώμικα λασπόνερα. Εν τούτοις μύριοι το κάνουν απ την απελπισία. Νομιζουν και τουτοι με τη σειρά τους το Θεό φυλάργυρο. Να ‘ξερε κάτι ο συγγραφέας; Ίσως!

 

Μα όχι “ένα δευτερόλεπτο βροχής” απο το νερό θα αρκούσε να ξεδιψάσει μυριάδες. Κι ο Θεός δεν είναι φυλάργυρος. Το ξεχύνει δωρεάν το νερό στην έρημο. Ελάτε λέει στην πηγή των ζωντανών νερών και μην ικανοποιείστε σε λάκους που δεν μπορούν να κρατήσουν νερό. Το νερό του Θεού τρέχει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Και σαν πιείς απο δαύτο δεν ξαναδιψάς. Μάλιστα θες να κάθεσαι εκεί γύρω του και δεν το χορταίνεις να το κοιτάς.


Δημοσιεύτηκε

σε

από