Η ερωτική διάσταση της αλήθειας.
Υπάρχει η βεβαιότητα πως όταν έχεις μπροστά σου τα δεδομένα, μπορείς να κρίνεις με βάση αυτά και να φτάσεις στην αλήθεια. Ότι όλη η υπόθεση της προσέγγισης της αλήθειας δηλ. είναι θέμα νοητικών διεργασιών. Το ανοιχτό και ευθύ μυαλό θα κρίνει σωστά , το λιγότερο ικανό λιγότερο σωστά.
Όμως αν «σκαλίσουμε» λίγο τη διαδικασία απόκτησης γνώσης θα δούμε ότι συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο. Υπάρχει, θα μπορούσαμε να πούμε ένα είδος φίλτρου, μια μορφή «πλασματικής μεμβράνης» στα κύτταρα του νου μας που επιτρέπει επιλεκτικά τη διέλευση των στοιχείων, όπως ακριβώς συμβαίνει στο κύτταρο. Όταν συνδυάζουμε, συγκρίνουμε, συνθέτουμε τα δεδομένα και τις παρατηρήσεις για να βγάλουμε ένα συμπέρασμα ή μια ερμηνεία, χωρίς να το καταλαβαίνουμε αναπτύσσουμε υποσυνείδητες άμυνες σε κάποια ενδεχόμενα ενώ είμαστε ανοιχτοί σε κάποια άλλα. Ανάλογα με το αν είμαστε αγωγοί ή μονωτές κάποιας τάσης της σκέψης, εστιάζουμε περισσότερο στα στοιχεία που την υποστηρίζουν ή την ανισχυροποιούν αντίστοιχα, ψάχνουμε τα δεδομένα και τις ενδείξεις που θα οδηγήσουν σε αυτό που εκ των προτέρων «θέλουμε»- έστω ασαφώς και ανεπαίσθητα- να είναι η αλήθεια. Είναι παράδοξο αλλά πρώτα θέλεις μια αλήθεια και μετά «διαπιστώνεις» ότι είναι αλήθεια. Το αν έχεις κάνει λάθος ή όχι είναι ένα άλλο θέμα, αυτό που έχει σημασία εδώ είναι ότι φτάνεις τελικά να «ανακαλύπτεις» και να στηρίζεις με ένδειξη αυτό που εκ των προτέρων είναι ευπρόσδεκτο μέσα σου. Αν δεν υπάρξει αυτή η άρση των εσωτερικών αντιστάσεων απέναντι σε μια σειρά απόψεων ή σε μια θεώρηση, δεν είναι εύκολο να τη δεχτείς όσο ισχυρή ένδειξη κι αν διαθέτει.
Από την άλλη είναι απίστευτο το τι παραλογισμός μπορεί να περάσει την έγκριση του μυαλού όταν η ψυχή έχει πει το Ο.Κ. Η γενιά των γερμανών του Χίτλερ αποτελεί δείγμα μιας τέτοιας διαδικασίας. Λίγα επιχειρήματα, λίγη απειλή, λίγο όραμα, λίγη άρση της προσωπικής ευθύνης και εναπόθεσή της στο σύστημα, και οι καλλιεργημένοι, καλοί και αξιοπρεπείς οικογενειάρχες αστοί, μετατρέπονται σε τερατώδεις εγκληματίες, πιστεύοντας ακλόνητα ότι υπηρετούν το αγαθό της ανθρωπότητας. Κι όλο αυτό, γιατί ενστερνίστηκαν ιδέες που αμιγώς διανοητικά, πολύ εύκολα θα κρίνονταν ως παράλογες, όμως περασμένες μέσα από περίπλοκα ψυχικά φίλτρα φάνταζαν σαν πολύτιμη αλήθεια.
Κι όχι μόνο αυτό. Αλλά και κάτι ακόμα πιο πέρα. Μια πραγματικότητα που δεν έχεις συλλάβει ακόμα είναι μια πηγή σημασιών, γεμάτη προκλήσεις για εμπειρίες, συγκινήσεις και βιώματα που τώρα είναι ανεπίγνωστα. Αυτό λειτουργεί σαν κάλεσμα. Τότε αφήνεις τον εαυτό σου να μπει σε μια αναζήτηση που μπορεί να σε πάει οπουδήποτε, χαλαρώνεις την απολυτότητα των πεποιθήσεών σου και ετοιμάζεις τον εαυτό σου έτσι ώστε να μπορεί να μετακινηθεί, να ανατραπεί, να ανακαλύψει καινούργια και διαφορετικά πράγματα, να επανατοποθετηθεί, να βρει καινούργια μυστικά και σχέσεις των πραγμάτων μεταξύ τους. Αυτά όλα τα κάνεις γιατί δεν φοβάσαι αλλά αντίθετα σε γοητεύει η πρόκληση της καινούργιας αλήθειας. Υπάρχει μια αναλογία εδώ με την ερωτική αυτοπροσφορά .Όταν αναζητάς την αλήθεια περιμένεις κάτι στο οποίο είσαι έτοιμος να προσχωρήσεις με εμπιστοσύνη. Αφήνεις τις αντιστάσεις σου ,και γίνεσαι πρόθυμος να ταυτιστείς με την αλήθεια που νιώθεις να σε καλεί να ανακαλύψεις, είτε είναι περαιτέρω επιβεβαίωση αυτών που ήδη πιστεύεις, είτε είναι ακόμα και ανατροπή τους. Έτσι όπως συμβαίνει όταν νιώθεις την έλξη ενός προσώπου που σε οδηγεί σε παραχωρήσεις, ελαστικότητες σε θέσεις και συνήθειες, υποταγές και δράσεις που πριν δε θα μπορούσες να πραγματοποιήσεις. Ένα πρόσωπο σε καλεί, ένα άλλο όμως σε αφήνει αδιάφορο ή κάποιο άλλο σε απωθεί. Τέτοιες αναλογίες φαίνεται να ισχύουν και στον κόσμο των ιδεών και της αντίληψης της πραγματικότητας. Για κάποιους λόγους, κάποιες ιδέες μας έλκουν – και δεν χρειάζεται παρά ελάχιστη ένδειξη για να τις αποδεχτούμε-, κάποιες άλλες δεν μας συγκινούν καθόλου- κι εδώ χρειάζεται πολύ καλή τεκμηρίωση για να πεισθούμε- ενώ κάποιες άλλες μας είναι εχθρικές, όπου όσο και τρανές να είναι οι αποδείξεις δεν τις βλέπουμε καν.
Αυτή η ερωτική τάση και διάσταση της αλήθειας που λειτουργεί καθοριστικά αλλά ανεπίγνωστα «σαρκάζει» την υπερήφανη βεβαιότητα του νου που καυχάται πως είναι επαρκής για την απόκτηση της γνώσης και πως η αντίληψη της πραγματικότητας είναι έργο αποκλειστικά δικών του διεργασιών.
Εδώ θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πολλά σχετικά με τις πτυχές, τις αιτίες και τους συσχετισμούς αυτού του φαινομένου, όπως και την ισχύ του στις καθημερινές επιλογές, τη φιλοσοφία, ακόμα και την επιστήμη. Όμως το θέμα αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν συνδέεται με το ψάξιμο της αλήθειας σχετικά με το Θεό. Εδώ είναι που περισσότερο από οπουδήποτε αλλού βρίσκεται σε ισχύ αυτή η «ερωτική» διάσταση της αλήθειας. Γιατί ο μόνος τρόπος που μπορείς να αντιληφθείς οτιδήποτε απο το Θεό, είναι αποκλειστικά μέσα από «σχέση». Δεν είναι δηλ, ο Θεός κάτι που μπορεί να εξεταστεί αντικειμενικά δηλ. ως αντικείμενο ανάλυσης, ανατομίας διερεύνησης, από μια νόηση που αυτονομημένη από αυτόν θα κάνει τις παρατηρήσεις της ,και θα συμπεράνει τί στην πραγματικότητα είναι ο Θεός. Κανείς δεν μπορεί να πει το παραμικρό για το Θεό – ούτε θετικό ούτε αρνητικό – παρά μόνο αν έχει πειραματιστεί τη σχέση μαζί Του. Δεν μπορείς ούτε να θεολογήσεις ούτε να αποφανθείς αρνητικά για την ύπαρξή Του, ούτε να δώσεις διάφορες «παραλλαγές» Του. Κι αυτό γιατί ο Θεός δεν γνωρίζεται , δεν έχεις τρόπο να τον εξετάσεις, είναι πέρα από τις μεθόδους του νου και υπερβαίνει τα κανάλια της γνωσιολογίας. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν αναρίθμητες προβολές του Θεού στο πεδίο της πραγματικότητας. Ο ασύλληπτης ευφυΐας σχεδιασμός της φύσης, η λειτουργία του ανθρώπου, οι ανάγκες και η δομή του σαν ύπαρξη, οι παρεμβάσεις του υπερφυσικού μέσα στην ιστορία, και πολλά ακόμα είναι στοιχεία που μπορούν να προβληματίσουν σχετικά με την ύπαρξη Του. Όμως, κάθε στοιχείο χωρίς την ένταξή του στη στο ‘όλον’ της οντότητας του Θεού είναι σαν ένα κομμάτι πάζλ που προσπαθείς να το αναλύσεις μεμονωμένα για να βγάλεις συμπέρασμα για μια τεράστια εικόνα. Μόνο σαν βλέπεις την εικόνα μπορείς να «ερμηνεύσεις» την θέση του μικρού πάζλ μέσα σ’ αυτήν.
Έτσι, τα συμπεράσματα που θα συνάγεις, είναι πιθανόν, μέσα στο πλαίσιο της σύνολης πραγματικότητας του Θεού να είναι ανακριβή ή και παραμορφωτικά. Μόνο, Π. χ. σαν έχεις γευτεί τον τρόπο ύπαρξης του Θεού – την αγάπη- μπορείς να κατανοήσεις πώς ένα θέμα σαν την υποταγή που έχει ταυτιστεί με μείωση της αξίας και που φαντάζει πρωτεύον σε κάθε αναφορά στο Θεό, μέσα στο σύμπαν του Θεού σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: έξαρση της αξίας, ανταπόκριση και έκφραση της αγάπης.(Αυτό είναι ένα συναρπαστικό θέμα που πιστεύω αξίζει να ασχοληθούμε κάποια στιγμή). Ή, πώς να μιλήσεις για το θέμα της αιωνιότητας –κομβικό χαρακτηριστικό της ύπαρξης του Θεού- προσπαθώντας να το φανταστείς και να το ελέγξεις με το εργαλείο του νου, που πεδίο ορισμού και αναφοράς του είναι οι 4 διαστάσεις; Πώς να κρίνεις κάτι χωρίς να το έχεις κατανοήσει;
Πέρα και πάνω από όλα τούτα τα διανοητικά εργαλεία– και χωρίς καθόλου να τα καταργεί- ο Θεός αφήνει μια μοναδική πρόσβαση για τη γνώση Του: την ίδια τη σχέση μαζί Του. Μέσα από εκεί αποκαλύπτεται διαρκώς, σαν αγαπημένος προς αγαπημένη, παρέχοντας άφθονη ικανοποίηση στα αιτήματα του νου καθώς καλύπτονται τα ερωτηματικά, οι ανάγκες και τα υπαρξιακά αιτήματα, και υπάρχει αντιστοιχία με την πραγματικότητα. Όποιος δεν έχει μπει στη σχέση αυτή δεν μπορεί να μιλήσει με εγκυρότητα για το Θεό σαν να είχε τη δυνατότητα να τον εξετάσει και αλλιώς, και να αποφανθεί. Το πιο πολύ που μπορεί να κάνει είναι να υποθέτει.
Έτσι, δεν πλησιάζει κανείς το Θεό εξ’ αιτίας της αφθονίας της ένδειξης, ούτε και τον αρνείται εξ’ αιτίας της έλλειψής της, (όσο ισχυρά κι αν διατείνονται πολλοί για τούτο).Υπάρχει ένα κρυμμένο ‘θέλω’ στο εσωτερικό της σκέψης, ένα εσωτερικό τιμόνι που στρέφει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Αυτό είναι που κάνει τη διαθέσιμη ένδειξη προς τη μια ή την άλλη πλευρά απολύτως επαρκή. Κι αυτό το θέλω είναι τελικά που καθιστά τον άνθρωπο ένα «ερωτικό» υποκείμενο στην αναζήτηση της αλήθειας κι όχι απλώς έναν επιστημονικό παρατηρητή. Και που ανοίγει τελικά τους δρόμους επικοινωνίας με το Θεό – που ορίζεται σαν το κατεξοχήν υποκείμενο της αγάπης. Ο ίδιος ο Ιησούς είπε κάτι ανάλογο όταν σε κάποια στιγμή οι αμφισβητούντες Φαρισαίοι του ζητούσαν αποδείξεις ότι προέρχεται από το Θεό. Αντί να τους προσκομίσει λοιπόν τις τόσο άφθονες αποδείξεις που υπήρχαν στις γραφές τους για το πρόσωπό του, που θα τους αποστόμωναν εντελώς, τους λέει : “Αν κάποιος θέλει να κάνει το θέλημά του (Θεού), θα γνωρίσει για τη διδασκαλία, αν είναι από τον Θεό ή αν εγώ μιλάω από τον εαυτό μου.” (Ιωάννης 7:17)
Όταν βλέπω έναν άνθρωπο να μάχεται το Θεό, να επιχειρηματολογεί και να φωτίζει κάθε στοιχείο που θα ισχυροποιούσε την απουσία του Θεού, καταλαβαίνω και σιωπώ: Δεν έχει νιώσει ακόμα το «ερωτικό» κάλεσμα αυτής της αλήθειας.. Δεν μπορεί να χαλαρώσει τις άμυνες απέναντι στο ενδεχόμενο, αυτό να είναι πραγματικότητα, δεν μπορεί να ορθώσει το συναρπαστικό εσωτερικό αίτημα: «αν είναι αληθινός, θέλω να Τον γνωρίσω» με ό,τι ρίσκο ανατροπής, αλλά και με ό,τι έξαρση κι αν σημαίνει αυτό.
Τότε τι να επιχειρήσω να πω εγώ; Να παραθέσω επιχειρήματα; – θα μπορούμε να μπούμε σ’ ένα άγονο νοητικό παιχνίδι για χρόνια, καθώς κάθε τι θα αποτελεί ευκαιρία για άσκηση λογικής δεινότητας και επιχειρηματολογίας . Να παραθέσω τη δική μου εμπειρία; – δεν αποτελεί αντικειμενικό πειστήριο ούτως ή άλλως.
Μένω με τον προβληματισμό: πώς είναι δυνατό ένας άνθρωπος να μη «θέλει» τελικά τη λυτρωτική σχέση με το Θεό; Με το Θεό που τον έφτιαξε και που υπερπληρεί κάθε αίτημα της ύπαρξής του; Αν δεν είναι τούτο το πιο άλυτο μυστήριο του σύμπαντος , μια πιθανότητα υποψιάζομαι: αυτός που έχει νομίσει για Θεό , να είναι ένας «άλλος»!