Ποιά αμαρτία! ΙΙΙ

«Κρύωνε και δεν το πίστευε ,δεν ήξερε καν πως είχε συμβεί τούτο το τρομερό. Από εκεί που ταξίδευε ξαπλωμένος στην αναπαυτική του κουκέτα να βρεθεί στην θάλασσα καταμεσής στο πέλαγος!
Δεν μπορεί, ένα κακό όνειρο είναι, θα ξυπνήσω, θα σηκωθώ, θα φορέσω τα ρούχα μου και θα ανέβω στο σαλόνι του πλοίου να πιω κάνα ποτάκι να διασκεδάσω τον τρόμο που πέρασα με αυτό το όνειρο. Αλλοίμονο όμως μια ντουντούκα που ακουγόταν από το μισοβουλιαγμένο πλοίο και έδινε βιαστικά οδηγίες τον συνέφερε από τις σκέψεις του.
Σε λίγο κολυμπούσε στα κρύα νερά. Όσο κι αν δεν το περίμενε όσο κι αν δεν ήθελε να το πιστέψει βρίσκονταν ναυαγός στη θάλασσα, κι ήταν νύχτα. Πήχτρα το σκοτάδι. Συνέχισε να κολυμπάει . Φώναζε κι αυτός , καθώς άκουγε άλλους να το κάνουν χωρίς να τους βλέπει. Μια δυο φορές κάποιοι τον πλησίασαν μα κι αυτοί στην ίδια θέση με εκείνον. Ναυαγοί. Ένας από αυτούς έλεγε ότι η στεριά δεν ήταν μακριά και τους έδινε θάρρος μα σε μια στιγμή τον έχασαν.
Πέρασαν ώρες πολλές, και βάσταγε ακόμα. Κολύμπαγε! Είχε κουραστεί βέβαια, είχε αρχίσει να μουδιάζει από το κρύο , και η ελπίδα να σωθεί άρχισε να λιγοστεύει, γεμίζοντας περισσότερο τρόμο την ψυχή του. Κάτι όμως μέσα του, του έλεγε . Πάλεψε! Πάλεψε! Να λίγο ακόμα! Λίγο ακόμα!
Από την άλλη γύρω του κι άλλοι πάλευαν τα κύματα. Και πότε αριστερά και πότε στα δεξιά κάποιος βούλιαζε για να μην ξανάρθει στην επιφάνεια. Όταν ξάφνου μες στο σκοτάδι είδε σε μικρή απόσταση από αυτόν μια λάμπα κινδύνου να επιπλέει, πάνω κάτω στα κύματα . Τώρα την είδαν και άλλοι, κι όσοι είχαν τα κουράγια στράφηκαν προς αυτή.
Το φώς, αυτό μόνο του έτσι που έφεγγε στην σκοτεινιά, έδινε ελπίδα. Τώρα τουλάχιστον έβλεπε κάτι, αλλά μόνο αυτό. Στράφηκε προς τα εκεί, όταν κάτι σκληρό τον χτύπησε ελαφρά στα πλευρά. Τραβήχτηκε έντρομος. Τα σκυλόψαρα μας έλειπαν τώρα, του πέρασε η σκέψη. Μα όχι γυρνώντας κατά εκεί χούφτιασε χωρίς να το θέλει ένα μεγάλο στρογγυλό σωσίβιο. Αυτό μάλιστα μπορούσε να του σώσει την ζωή. Το ‘σφιγγε με τρελή χαρά. Εεε! εδώ ελάτε! φώναζε. Κοίταζε τώρα με οίκτο αυτούς που συνέχιζαν να κολυμπούν κατά την λάμπα… Πόσους μπορεί να σώσει μια λάμπα κινδύνου που επιπλέει; Μουρμούρισε.»

Ούτε καν έναν. Η λάμπα είναι εκεί για να δηλώνει το χώρο του ατυχήματος, και για να συγκεντρώνει γύρω της επιζώντες ώστε να τους βρουν τα ναυαγοσωστικά.

Η ανάγκη για κανόνες ζωής που ήρθε σαν αποτέλεσμα της ανθρώπινης άρνησης να ζήσει με το Θεό, έδωσε την ευκαιρία για συνύπαρξη των ανθρώπων. Στη συνέχεια όμως αυτή η διαμορφωμένη συνείδηση που αποτελούσε ένα φως για το σωστό και το λάθος, άρχισε να φανερώνει την αδυναμία του ανθρώπου να είναι αγαθός. Ήταν μια βιωματική κατανόηση των αποτελεσμάτων που φέρνει η αποκοπή από το Θεό. Συνάμα μια εσωτερική φωνή άρχισε να ενημερώνει τον άνθρωπο κάπως έτσι: «Κι όμως δεν είσαι εντάξει με τον Θεό» Η συνείδηση έπαιζε και παίζει τον ρόλο της βιωματικής κατανόησης της Αμαρτίας και των καρπών της μέσα μας.
Για παράδειγμα ξέρω ότι το να μπω ερωτικά ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, δεσμευμένο με γάμο, είναι κακό. Εν τούτοις μην μπορώντας να αντισταθώ στην ανάγκη μου για αγάπη και ασφάλεια που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μοιχεύω σκορπώντας γύρω θλίψη και θάνατο. Το ίδιο ισχύει με το να πάρω αυτό που ανήκει στον άλλον κ.ο.κ. η βιωματική κατανόηση της αμαρτίας, έρχεται καθώς αντιλαμβάνομαι ότι δεν μπορώ να κάνω τελικά αυτό που εγώ σαν άνθρωπος ξέρω ότι είναι κακό. Η συνείδηση είναι μόνο μια λάμπα σήμανσης του κινδύνου.

Η συνείδηση όμως αλλοιώνεται καθώς οι άνθρωποι ζώντας μαζί και παραβαίνοντας όλοι μαζί έναν ηθικό κανόνα δημιουργούν θεσμούς, ή καθαγιάζουν την ηθική παράβαση με πολιτειακούς νόμους. Δημιουργείται έτσι μια συλλογική συνείδηση που ανέχεται ακόμα και αυτό που λίγα χρόνια πριν αποτελούσε ακραία συμπεριφορά. Παύει έτσι η συνείδηση να αποτελεί ενδεικτική λυχνία επειδή οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να την σβήσουν.

Στο πέρασμα της ιστορίας και καθώς ο Θεός προετοίμαζε την είσοδο του Χριστού στον κόσμο, έδωσε στον Μωυσή ένα πιο ψηλό κόσκινο. Εκείνο έπαιζε το ρόλο μιας γραπτής συνείδησης, αλλά ήταν παράλληλα και σύνολο κανόνων πολιτειακών και θρησκευτικών. Ο Νόμος όπως λέγεται, ήταν πιο βαρύς απ τη συνείδηση. Δεν μπορούσε να αλλοιωθεί επειδή ήταν γραπτός και η εφαρμογή του ήταν υποχρεωτική. Ήταν ένα πολύ μεγάλο βάρος για αυτό τον λαό. Ήταν ένα πιο λεπτό κόσκινο. Ωστόσο και σε αυτό, υπήρχαν τρύπες. Πέρα από τις εξηγήσεις του Νόμου που ενδεχομένως κάποια «παραθυράκια» καταργούσαν ουσιαστικά την εντολή, δεν μπορούσε να συλλάβει την επιθυμία για αυτό που και η συνείδηση και ο Νόμος θεωρούσαν κακό.

Έτσι όταν ήρθε ο Χριστός έδωσε αυτή την ξακουστή «επί του όρους ομιλία» και εκεί έφερε ένα ακόμη λεπτότερο κόσκινο. Μετά τους «μακαρισμούς» όπως λέγονται (5ο κεφάλαιο του ευαγγελίου του Ματθαίου) ανέφερε τα εξής:

«Εγώ, όμως, σας λέω ότι, καθένας που οργίζεται αναίτια ενάντια στον αδελφό του, θα είναι ένοχος στην κρίση, και όποιος πει στον αδελφό του: Ρακά, θα είναι ένοχος στο συνέδριο• και όποιος πει: Μωρέ, θα είναι ένοχος στη γέεννα της φωτιάς… Ακούσατε ότι ειπώθηκε στους αρχαίους: «Μη μοιχεύσεις». Εγώ, όμως, σας λέω, ότι καθένας που κοιτάζει μια γυναίκα για να την επιθυμήσει, διέπραξε ήδη μοιχεία μέσα στην καρδιά του.»

Νομίζω ότι η κλιμάκωση είναι φανερή. Ένα τεράστιο βέλος που δείχνει προς την ρίζα του προβλήματος. Κάτω από την επιφάνεια της ανθρώπινης συμπεριφοράς που οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να τιθασεύσουν ικανοποιητικά, θα ‘λεγε κανείς, υπάρχει ένα πρόβλημα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει με αγαθότητα. Επειδή αυτή έρχεται έξω από αυτόν, μέσω ενός δρόμου που διακόπηκε βάναυσα. Αυτός ο δρόμος είναι ο δρόμος της κοινωνίας με τη ζωή που έρχεται από τον Θεό.

Κανένας δεν μπορεί να αρέσει στο Θεό επειδή «κάνει το καλό», εφαρμόζει τις «δέκα εντολές» ή τέλος πάντων αναπτύσσει ένα δικό του σύστημα αξιών το οποίο και εκπληρώνει. Όλος αυτός ο μηχανισμός όπως κι αν τον πει κανείς είναι μια απλή ένδειξη, ανίκανη να μας γλιτώσει από αυτό που φέρνει θάνατο. Ποια είναι η λύση λοιπόν;

Υπάρχει λύση που όμως δεν μπορώ να δώσω εγώ! Αυτή δίνεται μετά από μια διαδικασία που ο Χριστός την διατύπωσε έτσι:

«Ζητάτε, και θα σας δοθεί• ψάχνετε, και θα βρείτε• κρούετε και θα σας ανοιχτεί• επειδή, καθένας που ζητάει, παίρνει, κι αυτός που ψάχνει, βρίσκει, και σ’ αυτόν που κρούει, θα ανοιχτεί.»

Θα πω όμως ότι η διαδικασία ξεκινά εκεί που δεν μπορεί ανθρωπίνως να συνεχίσει. Κάποιος που ψάχνει τη λύση πρέπει να ασχοληθεί πολύ σοβαρά με τη συνείδησή του. Με τις δέκα εντολές αν θέλετε. Να σταθεί και να παρατηρήσει τον εαυτό του, καθώς ειλικρινά προσπαθεί να εφαρμόσει το αγαθό.

Εάν κάποιος το κάνει αυτό, συνειδητά ειλικρινά και με επιμονή ξαφνικά θα ανακαλύψει κάτι. Κι αυτό το «κάτι» είναι το πρώτο βήμα.


Δημοσιεύτηκε

σε

από