Θύμαμαι τότε που σε συνάντησα για πρώτη φορά. Ήταν σαν έξοδος απο ορυχείο που κατακρυμνιζοταν καθως έτρεχα να φύγω. Ήταν το σταθερό έδαφος και ο ανοιχτός ουρανός. Σε αυτό το έδαφος στέκομαι. Ήταν το νοικοκύρεμα της σκέψης μου κι η θέση των αξιών Σου στην ύπαρξή μου. Ήταν οτι εμφανίστηκα μπρός Σου ολόγυμνος απο όλα αυτά που μου δικαιολογουσαν το γιατι πρεπει να ζω μακρυά Σου. Ήταν τότε που συνειδητοποίησα το τι και το πόσο της αμαρτίας μέσα μου.
Ήταν η απελευθέρωση απο τις φαύλες αλλά και τις καλές μου πράξεις, όλα αυτα που με έκαναν να θεωρώ (χωρίς να το ομολογώ βέβαια ) τον εαυτό μου άξιο να έρθω κοντά Σου. Εν τουτοις δεν έπινα νερό απο Σένα ούτε κοινωνούσα στη ζωή σου, απλώς συμμετείχα στο κοινωνικό φαινόμενο της θρησκείας μου.
Σε ευχαριστώ γιατί όλο αυτό μου το γκρέμισες. Και άρχισες να με οδηγείς σχεδόν μέρα τη μέρα με το ρήμα Σου. Είναι πολύ πιο ωραία να ακουμπάω σε Σένα και να σε βλέπω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να επεμβαίνεις στην ζωή μου. Ομολογώ βέβαια οτι μερικές φορές με φτάνεις στα άκρα μου, με κανεις να αισθάνομαι σαν οδηγός σε ράλλυ που ο συνοδηγός του, του λέει μπές σε αυτη τη στροφή με 90 χιλιόμετρα, και όλες μου οι αισθήσεις λένε «όχι» αλλα Εσύ λες «ναι». Και όποτε υπακούω πετυχαίνω. Γυρίζω και σε κοιτάζω με χαμόγελο ικανοποίησης αλλά και εμπιστοσύνης επειδή τον έχεις «τρέξει» τον δρόμο πριν και ξέρεις όλες τις λεπτομέρειες.
Αυτή σου η γνώση μου είναι ακατονόητη καθως σκοντάφτει πάνω στις επιλογές μου, καθώς τα θελήματά μας διαδρούν το ένα στο άλλο και εν τούτοις ο δρόμος που μένει πίσω μας είναι όλο και περισσότερος αλλά και ευλογημένος. Πόσο με σέβεσαι αλήθεια! Αναρωτιέμαι, τι άλλο θα ήθελε ένας άνθρωπος απο τη ζωή του; Αυτός που προχωράει μπρός του και φτιάχνει το δρόμο του να είναι ο ίδιος που περπατάει μαζί του. Είμαι ασφαλής και χαίρομαι, και θα χαίρομαι για πάντα επειδή αυτό δεν άλλάζει.
Σκέφτομαι το συνοδοιπόρο μου τον Νίκο και όλο αυτό που περνάει με το θάνατο της γυναίκας του προχθές. Μαζευτήκαμε γύρω της κι ανοίγοντας το βιβλίο Σου όλη η παρηγοριά του ουρανού χύθηκε στις καρδιές μας. Δεν ήθελα να φύγω απο εκείνο το μέρος. Είμασταν όλοι συγκινημένοι αλλά αυτή η φωνή Σου οταν ακούγεται είναι την ίδια στιγμή τόσο εκοφαντική σαν νερά απο καταράκτη αλλα και γλυκειά σαν το θρόισμα των φύλλων που κάνει ο απαλός απογευματινός αέρας καθώς περνάει μέσα τους. Κινήθηκες με το Πνεύμα Σου κι όλοι το καταλαβαίναμε. Στον καθένα έλεγες λόγους παρηγοριάς κι αγάπης. Πόσο τυχερός είμαι να σε χω σύμμαχο ενάντια στον θάνατο! Μπορώ, αλλά και έχω το δικαίωμα να ζήσω με χαρά και ελπίδα την πρώτη μου μέρα, της υπόλοιπης αιωνιότητας.
Σε δοξάζω Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού. Ας υψώνεται κι ας μεγαλύνεται το όνομά Σου. Σε δοξάζω Κύριε Ιησού…