Μεσημέριαζε και ο χειμωνιάτικος ήλιος ζέσταινε ευχάριστα το σώμα μου καθώς περνούσα να στενάκια του Ψειρή για το σπίτι της Μαρίνας. Έφτασα. Μπροστά μου ο γνωστός σκιερός διάδρομος. Έσπρωξα την μισάνοιχτη πόρτα της αυλής δειλά, και εκείνη έτριξε.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε η Μαρίνα από την αυλή, πίσω.
Ξαφνιάστηκα. Μεσημεριάτικα να είναι έξω; Αναρωτήθηκα.
«Κοπιάστε, κοπιάστε κατά δω»
Βημάτισα γρηγορότερα. «Μαρίνα εγώ είμαι» είπα για να την ησυχάσω. Ένα επιφώνημα χαράς και… «Καλώς τον, καλώς τον, κόπιασε!» ακούστηκε.
Σε μια στιγμή είχα στρίψει την γωνιά του σπιτιού αλλά και η Μαρίνα ερχόταν βιαστικά κατά την μεριά μου.
Τα ‘χασα. Φορούσε φόρμα τζιν με σαλοπέτα και γαλότσες στα πόδια. Πίσω της ο μικρός κήπος ήταν καλοσκαμένος. Παντού τριγύρω η μεθυστική μυρωδιά του υγρού χώματος.
«Μα τι κάνεις εδώ; Περίμενα να σε δω μέσα κοντά στη σόμπα και σε βρίσκω έξω στον κήπο». Χαμογέλασε.
«Στη σόμπα με τέτοιο καιρό;» έκανε ευδιάθετη. «Μα είναι ο καιρός να προετοιμάσω τον κήπο για την άνοιξη. Έλα μέσα να σε τρατάρω να τα πούμε» είπε με βιάση, κι ανέβηκε όλο νεύρο την σκαλίτσα προς την κουζίνα της. Ακολούθησα.
Μπήκα μέσα. Κάθισα στο παλιό ξύλινο τραπέζι. Παντού γύρω η γνωστή γαλήνη.
«Βύσσινο ή καφέ;» Με διέκοψε η Μαρίνα μπαίνοντας με νεύρο. Συνέχιζε να φορά την φόρμα, μόνο είχε βγάλει τις γαλότσες και φορούσε ένα άνετο ζευγάρι παπούτσια.
«Ένα ποτήρι κρύο νερό.» Είπα.
«Βιάζεσαι;» μου κάνει.
«Όχι»
«Τότε;»
«Ε, δεν ξέρω… Εντάξει έναν καφέ.» Είπα.
Γύρισε και τον ετοίμαζε στον πάγκο.
«Και ποιος καλός άνεμος σε φέρνει;»
«Οι σκέψεις μου» έκανα με ειλικρίνεια.
«Α»! έκανε η Μαρίνα, με ένα άλφα όλο περιέργεια.
«Συναντήθηκα με τον Νάσο. Σου έχω πει για αυτόν.»
«Ναι ναι.»
«Μαρίνα, αν και βλέπω ότι κάτι γίνεται μέσα μου ακόμα δεν έχω ησυχάσει. Καταλαβαίνω πράγματα αλλά…»
«Άκου παιδί μου» έκανε η Μαρίνα όλο έξαψη
«Είδες το κηπάκι μου έξω; Πριν λίγε μέρες ήταν ένα άλλο πράγμα. Ένας τόπος με μικρά αγριόχορτα, και χώμα πετσωμένο και σκληρό. Φύτρωνε ότι είχε μέσα του. Είπε, και σταμάτησε.»
Κοίταζα με απορία, μην καταλαβαίνοντας που ήθελε να καταλήξει.
«Και μέτα;» Είπα
«Και μετά πήρα το σκαλιστήρι κι άρχισα να το σκάβω. Αφαίρεσα τα άγρια χόρτα και το έσκαψα. Έγινε όλο σβόλους χώμα. Συνέχισα όμως και οι σβώλοι έσπασαν. Τώρα είναι μια δουλεμένη γη και έτοιμη.»
«Έτοιμη για τι;»
«Μα για τη σπορά καλέ μου. Έχω πολλά να βάλω. Κοκκάρι και μπρόκολα και ντομάτες ρόκα αγγουράκια…»
«Και τι σχέση έχει αυτό με την ειρήνη μέσα μου;»
«Κοίτα λοιπόν, όλοι μας είμαστε κομμάτια γης. Άλλοτε γης σκληρυμένης, άλλοτε γεμάτης πέτρες κι άλλοτε γεμάτης αγκάθια. Η καλοσύνη του Θεού μας «σκαλίζει». Και να αναστατώσεις, κι ανακατέματα. Και να χτυπήματα, και σκέψεις, και πιέσεις και θλίψεις και να καινούργιες στροφές του δρόμου κι αδιέξοδα και …»
«Ναι την ξέρω την παραβολή» έκανα διακόπτοντάς την.
«Αχ! Στέφανέ μου, αυτά που ξέρουμε, σαν απλές γνώσεις δεν ωφελούν. Πετσώνουν το χώμα μας κι ότι φυτρώνει από χώμα πετσωμένο και άσκαφτο είναι από τους σπόρους τους δικούς μας. Ο Θεός σε σκάβει όλο αυτό τον καιρό. Σκάβει μια γη γεμάτη αγκάθια και ζιζάνια. Μια γη γεμάτη δικούς της σπόρους.»
«Τι είπες; Έκανα ξαφνιασμένος.
«Ναι Στέφανε μια γη γεμάτη αγκάθια και ζιζάνια… είναι από τις πιο δύσκολες γαίες. Η πατημένη είναι πατημένη και η γεμάτη πέτρες γεμάτη πέτρες. Δεν έχει φυτρώσει τίποτα ακόμα. Αυτή όμως με τα αγκάθια και τα ζιζάνια, είναι η πιο δύσκολη, γιατί φαίνεται φυτρωμένη από μακρυά, αλλά είναι γεμάτη με φυτά άκαρπα. Ο τρόπος που ζούμε, τα άγχη μας, οι ερμηνείες μας, οι προτεραιότητες και οι επιδιώξεις μας, οι γνώσεις μας.. και με κοίταξε όλο νόημα. Αυτά είναι αγκάθια Στέφανε, που δεν αφήνουν χώρο για το σπόρο που ο Θεός θέλει να σπείρει στη ζωή μας.»
«Ναι μα εγώ καταλαβαίνω την κατάσταση, κι ανησυχώ, μεγάλωσα με το κατηχητικό και την εκκλησία και γνωρίζω πολλά. Διαβάζω το βιβλίο το ξακουστό κι όμως άγνωστο, προσπαθώ να είμαι με το Θεό. Αυτά όλα τα έσβησες και τα έκανες αγκάθια και ζιζάνια; Μήπως τα παραλές;»
«Θέλω να καταλήξω ότι αν δυο που αγαπιούνται θέλουν να συναντηθούν, συναντιούνται. Εκτός κι αν υπάρχει κόλλημα…»
«Τι κόλλημα υπάρχει με μένα δηλαδή.»
«Η κληρονομιά του παππούλη μας του Αδαμ. Αυτός παγιδεύτηκε και αμάρτησε στον Θεό, Έφυγε μακρυά του. Κι έτσι δοκίμασε πως είναι η ζωή η αποκομμένη απ’ το Θεο.»
«Ναι βίωσε το θάνατο.» Το ξέρω αυτό.
«Και τι έκανε; Έμεινε με δεμένα τα χέρια;»
«Όχι!»
«Τι έκανε;»
«Έραψε φύλλα συκιάς για να αποκρύψει τη γύμνια του.»
«Και τι άλλο;»
«Κρύφτηκε!»
«Αυτή είναι η κληρονομιά μας Στέφανε μου, η δική σου μα και όλου του κόσμου. Ζούμε μια ζωή που την θεωρούμε δική μας, αλλά υποτιμούμε ότι είναι μια ζωή θνητή, επειδή είναι αποκομμένη από τον πλάστη μας. Κρυβόμαστε από το Θεό κι από τη γύμνια μας.»
«Δεν μιλούσα. Με στρίμωχνε η Μαρίνα με το σκεπτικό της. Τα λόγια της καρφώνονταν στο μέσα του μυαλού μου.»
«Καταλαβαίνεις ότι έχεις όλα τα χαρακτηριστικά εκείνης της πρώτης ανταρσίας στον Θεό;»
«Ανταρσίας; Εγώ; Ε όχι βέβαια, είναι βαριά κουβέντα αυτή.»
«Για στάσου; Δεν λες ότι έχεις ταραχή;»
«Ναι»
«Δεν λές ότι έχεις φόβο; Δεν ψάχνεις για το νερό;»
«Ναι.»
«Δεν ησυχάζεις τον εαυτό σου με τις θρησκευτικές σου πράξεις; Δεν θεωρείς τον εαυτό σου δίκαιο και καλό; Αυτά όλα είναι φύλλα συκιάς για να αποκρύψεις τη γύμνια σου. Τι το διαφορετικό ζεις από τον Αδάμ τον παππού σου;»
«Δεν μίλαγα… και ένα φούντωμα από μέσα μου με έκανε να θέλω να φύγω. Απ’ την άλλη μια ελπίδα που σιγόκαιγε από πολύ βαθιά στην ύπαρξή μου, κάτι μου υποσχόταν, και έτσι δεν υπάκουσα σ’ αυτή τη διάθεση.»
«Στέφανέ μου είναι θέμα του πως βλέπεις τον εαυτό σου. Του τι μπορείς να δεις. Κι αν θες για μένα είσαι μια χαρά άνθρωπος. Αλλά εδώ δεν μετράμε το πως βλέπουμε εμείς τους εαυτούς μας, αλλά πως μας βλέπει ο Θεός. Αυτός είναι ο μόνος που μπορεί να μας πει τι είμαστε. Εμείς φτιάχνουμε καλύμματα και σκεπαζόμαστε με αυτά. Δικαιολογούμε την ζήση και την ύπαρξή μας έτσι όπως είναι.»
«Μαρίνα μια στιγμή, μου λες δηλαδή αυτή η πίεση που αισθάνομαι και το βάρος γεννιέται επειδή ζω κρυμμένος μέσα σε ένα κάλυμμα;»»
«Μα ναι, αυτό ακριβώς. Ζεις κρυμμένος και φοβισμένος ωστόσο η λογική σου, η παιδεία που διαθέτεις η ηθική, οι γνώσεις σου συνθέτουν ένα ρούχο από φύλλα. Που στον πρώτο έλεγχο θα δείξει αυτό που είσαι.»
«Μα τώρα δε με κρίνεις;»
«Όχι, σου λέω τι διάβασα στο βιβλίο το ξακουστό κι όμως άγνωστο. Αλλά η αλήθεια του, σου είναι αβάσταχτη για ένα και μόνο λόγο. Επειδή συνεχίζεις να στέκεσαι απέναντι στο Θεό ως παντόπτη οφθαλμό. Αυτό είναι ακριβώς αυτό που σου συμβαίνει, κι αυτό που σε αφήνει διψασμένο και μόνο. Ωστόσο το να μείνεις εκεί θα είναι ολέθριο.»
«Πως μπορώ να είμαι σίγουρος ότι αυτά που λες είναι έτσι; Αισθάνομαι ότι μου λες να αφεθώ ελεύθερος από όλα αυτά που ξέρω ως γνήσιους κανόνες χριστιανικής ζωής. Που αν θες, έχω κι εγώ διαβάσει στο βιβλίο το ξακουστό κι όμως άγνωστο.»
«Ναι, να αφεθείς ελεύθερος, αλλά όχι σε μια ζωή μοναχικής πορείας κι ανεξαρτησίας από τον πλάστη σου, αλλά μέσα σε μια ζωή που πηγάζει από εκείνον. Να βουτηχτείς μέσα της όπως στη θάλασσα, με εμπιστοσύνη ώστε όταν εκείνη σε ανεβάσει στην επιφάνεια να είσαι ένα καινούργιο δημιούργημα.»
Το καφεδάκι τέλειωνε, και κατέφυγα στις τελευταίες γουλιές του. Αναλογίστηκα όλη τη σιγουριά μου στις θρησκευτικές μου πρακτικές, αλλά την ίδια στιγμή και την αγωνία μου απέναντι στα άλυτα ερωτήματα της ψυχής μου, το απλήρωτο κενό μέσα μου, τα σκαμπανεβάσματα των επιδόσεών μου, και το μυαλό μου πέταξε στη Σαμαρείτισσα στο πηγάδι, και σαν εκείνη μια ευχή σηκώθηκε από μέσα μου: Αχ ας είχα από το νερό το δικό Σου, για να μην έρχομαι εδώ και να αντλώ.
Αναλογίστηκα την θάλασσα που έχει τη δύναμη να σε σηκώνει ενώ βουτιέσαι μέσα της. Αυτή η εικόνα με κατέκλισε. Ωστόσο μόνο ένας που ξέρει κολύμπι μπορεί να μιλήσει για αυτή. Μπορεί να μιλήσει για το πριν και το μετά από τη στιγμή που το έζησε αυτό. Θυμήθηκα τον παππού μου στην παραλία του Μπατσιού, πολλά χρόνια πριν, να μου μαθαίνει κολύμπι. Να μου λέει αφέσου επάνω στο νερό και αυτό θα σε σηκώσει. Μα δεν μπορούσα. Και κάθε τόσο κάτι σαν να πήγαινα να πετύχωω, μα έπειτα βούλιαζα και πάλι. Πόσο ίδιο ήταν εκείνο με αυτό που ζούσα τώρα. Σήκωσα τα μάτια και συνάντησα τα μάτια της Μαρίνας.
Με κοίταζε με έγνοια. Σηκώθηκε με ζέση, πήγε στο σερβάν και πήρε το Βιβλίο το ξακουστό κι όμως άγνωστο που αναπαύονταν πάνω του.
«Άκου αυτό» μου κάνει και ξεφύλλιζε για λίγο. Έπειτα διάβασε.
Κι όλα τους προέρχονται απ’ το Θεό, που μας συμφιλίωσε με τον εαυτό του μέσω του Ιησού Χριστού, και μας ανέθεσε την υπηρεσία της συμφιλίωσης. Δηλαδή, ότι ήταν ο Θεός, που με το Χριστό συμφιλίωνε τον κόσμο με τον εαυτό του, δίχως να λογαριάζει στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, αναθέτοντας σ’ εμάς το μήνυμα της συμφιλίωσης. Ενεργούμε λοιπόν, ως πρεσβευτές του Χριστού, σαν να ήταν ο Θεός που σας προέτρεπε μέσω ημών. Σας θερμοπαρακαλούμε για χάρη του Χριστού: Συμφιλιωθείτε με το Θεό! Επείδη, εκείνον που δεν γνώρισε αμαρτία, τον έκανε ο Θεός αμαρτία για χάρη μας, ώστε να γίνουμε εμείς δικαιοσύνη του Θεού, μέσω αυτού. *
«Καταλαβαίνεις Στέφανε καταλαβαίνεις;»
«Καταλαβαίνω» είπα χωρίς να μπορώ να ξεφύγω από την κατάστασή μου, αλλά όχι δεν καταλάβαινα τίποτα. Όπως πιτσιρικάς ακόμα, δεν επέπλεα στην παραλία του Μπατσιού όσο κι αν το ήθελε ο παππούς μου.
Σηκώθηκα, τη χαιρέτησα, βγήκα στην αυλή. Με παρακολουθούσε που κατέβαινα τη σκαλίτσα της.
Λίγο παραπέρα το χώμα περίμενε σκαλισμένο κι έτοιμο για φύτεμα.
* Απόσπασμα από Β’ Κορινθίους 5:18-21