Η σφυρίχτρα του πλοίου φύσηξε νευρικά καθώς το καράβι μπήκε στο λιμάνι του Γαυρίου.
Πολλές σκέψεις, πολλά ερωτηματικά με τριβέλιζαν. Άρπαξα την ταξιδιωτική μου τσάντα και κατέβαινα τα σκαλάκια. Η διαδρομή μέχρι το Μπατσί κύλησε γρήγορα. Πλήρωσα το ταξί, κατέβηκα.
Κοίταξα τριγύρω. Λίγα βήματα παρακάτω στεκόταν ο μπαρμπα-Νάθαν. Μόλις με είδε έτρεξε και η μεγάλη του αγκαλιά με τύλιξε.
«Καλώς τον καλώς τον».
«Καλησπέρα Νάθαν». Είπα φανερά χαρούμενος που τον έβλεπα πάλι. «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω», είπα με πραγματική ανακούφιση.
«Κι εγώ, κι εγώ Στέφανε». Μου απάντησε καλόκαρδα, δείχνοντας μου το δρόμο προς το λιμάνι.
Κάτσαμε στον μοναδικό ανοικτό καφενέ του χωριού.
«Τα νέα σου». Μου κάνει.
«Ξέρεις·» του απάντησα «τα ίδια τα παλιά». και χαμογέλασα αμήχανα.
«Απ’ όσο θυμάμαι, έχεις κάτι να μου πεις· κι είμαι όλος αυτιά». Και χαμογέλασε με το γνωστό μου συνωμοτικό χαμόγελο.
«Ξέρεις», ξεκίνησα πάλι αλλά κόμπιασα αμέσως «έχω την αίσθηση ότι είμαι ένας άλλος». Κι αμέσως βιάστηκα να εξηγήσω. «Δεν εννοώ ότι είμαι ένα άλλο πρόσωπο αλλά είμαι ένας άλλος από αυτό που νόμιζα».
«Χμμ». Έκανε ο Νάθαν και μόρφασε χωρίς να μπορώ να καταλάβω τί πρόδιδε αυτός ο μορφασμός.
«Μέχρι τώρα θεωρούσα ότι όλο αυτό που είμαι ως Στέφανος, είναι κάτι καλό. Ένας καλός άνθρωπος, κι ανίδεος για οτιδήποτε πέρα από τον βίο μου. Ένας άνθρωπος που θέλει να τα έχει καλά με το Θεό και τους ανθρώπους. Να κοιμάται ήσυχα τα βράδια, αλλά… ξαφνικά αισθάνομαι ένας ανυποψίαστος…» και κόμπιασα.
«Ανυποψίαστος;»
«Ναι ανυποψίαστος για αυτό που είμαι πραγματικά».
Η στιγμή ήταν δύσκολη για μένα. Έψαχνα τις λέξεις, για να πω κάτι που με τίποτα δεν ήθελε να βγει απ’ το στόμα μου.
«Δηλαδή, δηλαδή;» Έκανε ο Νάθαν με πολύ ενδιαφέρον.
«Ανακάλυψα ότι το μεγαλύτερο μέρος του εαυτού μου είναι κρυμμένο κάτω απ’ την επιφάνεια».
«Ας πούμε σαν παγόβουνο;» Έκανε ο Νάθαν.
«Ναι σαν παγόβουνο. Αλλά αυτό το κρυμμένο κομμάτι του, είναι ακριβώς αυτό που δεν θα ‘θελα να ξέρω ότι υπάρχει, που δεν θα ‘θελα να ξέρω ότι είναι κολλημένο επάνω μου, και το χειρότερο ότι απλώς οι συγκυρίες δεν του έχουν δώσει την ευκαιρία να εκφραστεί».
Κοίταξα τον Νάθαν έτοιμος να αντιμετωπίσω οτιδήποτε από αυτόν. Ξαφνιάστηκα που τον είδα σχεδόν ενθουσιασμένο και με μάτια που έλαμπαν.
«Επιτέλους Στέφανε! Επιτέλους! Αυτά είναι θαυμάσια νέα».
«Που είναι το θαυμάσιο; Έχει γκρεμιστεί όλη η εικόνα μου για τον εαυτό μου. Άρχισα να υποψιάζομαι ότι τρελαίνομαι. Αισθάνομαι ένα βάρος στην ψυχή μου και τα ερωτηματικά μου για την ζωή και τον θάνατο έχουν γίνει απειλητικά. Τι είναι αυτό που μου συμβαίνει. Γιατί αντιδρώ έτσι;»
«Στέφανε ο Ευλογητός σου έδειξε από μια χαραμάδα ότι δεν είσαι αυτό που νομίζεις. Και το παραπανήσιο βάρος προέρχεται από αυτό που βρίσκεται πολύ βαθιά μέσα σου, από το ίδιο το πνεύμα σου. Καθώς βλέπει πως σε έλκει το φως, πιο έντονα σε ειδοποιεί κι αυτό με τη σειρά του. Μείνε εκεί και μην ζητάς να ξεγλιστρήσεις από αυτή την θέση».
«Μα γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά;»
«Γιατί είσαι αμαρτωλός Στέφανε. Αυτό που σου φανερώθηκε είναι η αμαρτία σου».
Αυτή η φράση του Νάθαν με πρόφτασε σαν χαστούκισμα. Σκεφτόμουν τις ατέλειωτες κουβέντες με φίλους μου, φιλακόλουθους, που με λόγια παστρικά και μυαλωμένα μου πρότειναν τρόπους να ξορκίσω το κακό από πάνω μου. Αλλά πάντα σαν να είμαι ο δίκαιος που χρειάζεται κάτι ακόμα να τακτοποιήσει με τον Θεό. Κοίταζα αποσβολωμένος.
«Μα εγώ δεν…»
«…δεν είσαι κακός άνθρωπος, ε;» με έκοψε ο Νάθαν. «Αχ φίλε μου», έκανε έπειτα καλόκαρδα. «Αμαρτωλός δεν θα πει κακός. Το καλός και το κακός είναι επίθετα, όπως το πλούσιος το φτωχός, το όμορφος και το άσχημος, το αληθινός και το ψεύτικος. Περιμένουμε από έναν αμαρτωλό να κάνει κακίες, και μα την αλήθεια κάνει αρκετές κακίες αλλά και καλοσύνες».
«Δεν σε καταλαβαίνω».
«Κοίτα δεν κάνουν οι κακίες τον αμαρτωλό. Αμαρτωλός είναι κάποιος σαν τον άσωτο γιο. Κάποιος που αποτραβήχτηκε παίρνοντας κάτι που μοιραζόταν από κοινού με τον πατέρα και τον αδερφό για να το ζήσει για δικό του όφελος».
«Κάποιος που είναι μόνος του δηλαδή;»
«Κάποιος που είναι μόνος του επειδή ξέκοψε κι εγκατέλειψε αυτόν που τον γέννησε».
«Εννοείς τον πατέρα του;»
«Ναι, τον πατέρα. Έτσι τον αποκάλεσε ο Χριστός στο βιβλίο το ξακουστό κι όμως άγνωστο. Αυτό το ευλογημένο πρόσωπο, ο Πατέρας, έχει μια ανείπωτη πρόθεση για εμάς: να είμαστε σε μια συναρπαστική σχέση μαζί Του. Είναι ο Θεός ο αληθινός. Ο μόνος που πραγματικά υπάρχει έξω από όλο αυτό». Κι ο Νάθαν σήκωσε ενθουσιασμένος τα χέρια κάνοντας μια κυκλική κίνηση από πάνω προς τα κάτω, θέλοντας να μου δείξει τον κόσμο ολάκερο. «Κάθε ένας που ζει χωρίς τον Θεό, ζει ξεκομμένος από αυτόν. Ξεκομμένος από τη ζωή».
«Και υπάρχει μόνο σε Αυτόν ζωή;»
«Έτσι μας είπε στο βιβλίο. ‘’εν αυτώ ην ζωή, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων’’*»
Ώστε αμαρτία είναι το να ζεις ξεκομμένος από τον Θεό, κι αυτό με τη σειρά του προκαλεί κάθε πόνο και τον ίδιο τον θάνατο συλλογίστηκα. Και πως να μπορούσε να αλλάξει αυτό άραγε; Κι όλο αυτό το βυθισμένο παγόβουνο του εαυτού μου; Αυτό το βάρος; Η σκέψεις μου όμως διακόπηκαν, καθώς ένοιωσα τον Νάθαν να με αδράχνει από το μπράτσο.
«Πάμε» μου έκανε, με χαμόγελο. Κι ακολούθησα.
Περπατήσαμε για λίγο κατά το μόλο, και φτάνοντας εκεί ο Νάθαν σταμάτησε απότομα μπρος σε ένα μικρό ιστιοφόρο που ταλαντευόταν με χάρι κάτω από το μεσημεριάτικο ήλιο. Ανέβηκε εκείνος πρώτος και εγώ ακολούθησα.
Θυμάμαι ότι λίγα λεπτά αργότερα πλέαμε πάνω στη θάλασσα, με ανοιγμένο το μεγάλο φλόκο. Ο Νάθαν πίσω από την τιμονιέρα, παρά τα χρόνια του, σταθερά πατώντας και γεμάτος σιγουριά.
«Πως σου φαίνεται;» Μου έκανε κάποια στιγμή θριαμβευτικά.
«Έχω μείνει άναυδος» του είπα. Γέλασε.
«Δεν ήξερα ότι έχεις δικό σου σκάφος», μου έκανε κοιτάζοντάς με.
«Αυτό πρέπει να το πω εγώ είπα», και τον έκανα και γέλασε.
«Άλλο θέλω να σου πω», μου είπε με εκείνο το συνωμοτικό γελάκι.
«Είμαι όλος αυτιά». Εί
«Στέφανε είσαι σε ένα πλοίο που δεν είναι δικό σου, οδηγεί άλλος για λογαριασμό σου, με τη δύναμη του ανέμου. Μια δύναμη που δεν είναι ούτε δική σου, ούτε δική του. Εσύ απλώς είσαι μέσα στο σκάφος και ζεις αυτή την πραγματικότητα».
Εκείνη την στιγμή μια αρκετά πιο έντονη ριπή του αέρα από λίγο διαφορετική κατεύθυνση έκανε όλο το σκαρί και τρεμούλιασε. Την ίδια στιγμή αντιλήφθηκα ότι ο άνεμος που φυσούσε ήταν σε ακόμα καλύτερη θέση για το σκάφος και τον προορισμό μας. Το πλεούμενο έγειρε λίγο ακόμα. Κοίταξα ανήσυχα την θάλασσα. Αισθανόμουν ότι παραήταν κοντά μου. Έπιασα τον Νάθαν να με κοιτάει με την άκρη του ματιού του. Δεν φαινόταν να ταράζεται.
«Μη φοβάσαι», μου είπε, «κι έλα και κάθισε από τούτη την πλευρά». Κι έδειξε την ανασηκωμένη πλευρά του σκάφους.
Πήγα και κάθισα από την άλλη πλευρά. Κοίταξα την θάλασσα. Το σκάφος γλίστραγε επάνω της με ταχύτητα που δεν είχα φανταστεί ότι θα ταξίδευε ιστιοφόρο. Έσκιζε το κύμα και αθόρυβα προχωρούσε στον υδάτινο δρόμο του. Έναν δρόμο που δεν ήξερα, που δεν είχα περάσει πάλι, που ήξερε όμως ο Νάθαν, και που το σκάφος ήταν φτιαγμένο να πλέει επάνω του. Που και πού ο άνεμος συντόνιζε το πανί κι αυτό μετέφερε στο σκάφος ένα τρεμούλιασμα σαν ανατριχίλα, σαν να μου θύμιζε την αέρινη παρουσία του και την μεγάλη του δύναμη.
Έτσι όπως καθόμουν έκλεισα τα μάτια. Θεέ μου μουρμούρισα από μέσα μου. Όλα αυτά, η θάλασσα, ο ήχος του ανέμου που φυσούσε ανάμεσα στα ξάρτια, ο Νάθαν και εγώ στην επιφάνεια, μου έλεγαν έναν λόγο χωρίς συντακτικό. Έναν λόγο που μου μίλαγε μέσα μου, και λες και μου ένευε ένα ανεξήγητο «ναι».
Ένα τράνταγμα των κυμάτων, με ξάφνιασε κι άνοιξα τα μάτια. Αλλά ήρθε κι άλλο μα και ένα τρίτο. Κοίταξα τον Νάθαν.
«Γυρίζουμε» μου έκανε ήσυχα. «Τώρα ο καιρός θα είναι ενάντιος. Με λίγους ελιγμούς όμως θα φτάσουμε στο λιμάνι».
Τα αισθήματά μου ήταν ανάμεικτα. Τα λόγια του Νάθαν αν και με ησύχαζαν, στο πρώτο αντίθετο κύμα που χτύπαγε πάλι το πλεούμενο, ταραζόμουν μέσα μου. Προσπαθούσα να μην το δείχνω αλλά η ανησυχία ήταν εκεί.
«Θυμάσαι αυτό το παγόβουνο που μου ´λεγες νωρίτερα;»
«Θυμάμαι». Είπα.
«Να κάπως έτσι είναι».
«Δηλαδή;»
«Βρίσκεται παντού γύρω μας, όπως καλή ώρα, η θάλασσα. Αρκεί λίγο διαφορετική πορεία και μπορεί να γίνεται απειλητικό. Όμως εμείς συνεχίζουμε να πλέουμε, ο ίδιος άνεμος μας ταξιδεύει, στο ίδιο σκαρί. Κι από κάτω η ίδια θάλασσα. Καταλαβαίνεις;»
Φαίνεται ότι η απορία μου ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου.
«Κοίτα, αυτή τη ζωή που συστήνει το ‘’Βιβλίο’’, την ζεις εξαιτίας κάποιου άλλου. Εσύ τι έχεις; Μια απύθμενη θάλασσα να διαβείς. Κοιτάζεις μέσα σου και βλέπεις κακό. Το βγάνεις και έχει κι άλλο. Καλά το είπες παγόβουνο. Βλέπεις μόνο την κορυφή του. Αλλά κι αν ακόμα την γκρεμίσεις την κορφή αυτή, και την λειάνεις θα βγει κι άλλη».
«Δηλαδή μου λες να κάνω ότι δεν υπάρχει;»
Εκείνη την στιγμή ένα κύμα ακόμα πιο αντίθετο χτύπησε το σκάφος, κι αλαφιάστηκα.
«Όχι δεν μπορείς να κάνεις ότι δεν υπάρχει. Το κακό υπάρχει και πότε προσπαθεί να σε σαγηνέψει σα γατούλα και πότε βρυχάται σα θεριό. Αλλά το θέμα είναι άλλο».
«Ποιο είναι λοιπόν; Θέλω να μάθω».
«Από όταν γεννήθηκες, αναγκαστικά είσαι σε ένα ταξίδι. Στο ταξίδι αυτό δεν μπορείς να ποντάρεις στη θάλασσα, ακόμα κι αν είναι «λάδι», επειδή είναι απύθμενη. Ποντάρεις σε ένα πλεούμενο. Στο πλεούμενο κάποιου άλλου και στην δύναμη του ανέμου».
«Και το δικό μου το πλεούμενο;»
«Στέφανε το δικό σου το πλεούμενο, αν το πούμε έτσι, είναι εξ αρχής μισοβουλιαγμένο. Πολλές φορές δεν έχει καν ξάρτια. Να τι σημαίνει το ότι είσαι αμαρτωλός. Εύχεσαι η θάλασσα να είναι ήσυχη και νομίζεις ότι έτσι θα μπορέσεις να ταξιδέψεις αλλά στην ουσία δεν πας πουθενά. Μετά έρχεται κι η φουρτούνα, και πότε τα κύματα σε ανεβάζουνε ψηλά και πότε σε γκρεμίζουνε στον πυθμένα, όπως λέει και ο Ψαλμός 107».
«Και πως σώνεσαι λοιπόν από όλο αυτό; Αυτό ρωτάω!»
«Φωνάζεις ειλικρινά στον Χριστό! Να πώς! Αυτός είν’ το καράβι, αυτός κι ο τιμονιέρης, αυτός κι ο άνεμος. Αυτός σε πάει στο γαλήνιο λιμάνι που επιθυμείς».
Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που ύγραινε το πρόσωπό μου περισσότερο. Η αρμύρα από τον αντίθετο καιρό, ή η συγκίνηση; Στεκόμουν στραμμένος και κοίταζα μπροστά και αυτή η γλύκα και η ησυχία με ξαναβρήκε όπως λίγα βράδια πριν. Μόνο που αυτή τη φορά ήμουν στο πέλαγος.
Είμαι σε ένα καράβι που δεν είναι δικό μου, συλλογίστηκα, κι ούτε καν που κρατώ το τιμόνι, όσο για τον άνεμο, φυσάει κατά τη βούλησή του. Ωστόσο αυτή η σκέψη με γέμιζε γαλήνη και γλύκα, εκεί μέσα στα κύματα.
Ο χειμωνιάτικος ήλιος έπεφτε ήδη, και οι φάροι στις ακτές άρχισαν να αναβοσβήνουν. Φτάνουμε στο λιμάνι, σκέφτηκα, κοιτάζοντας τον Νάθαν που με σιγουριά οδηγούσε το σκάφος στον προορισμό του.
*”Μέσα του πήγαζε ζωή, και η ζωή αυτή ήταν το φως για τους ανθρώπους.”