Η πρώτη αιτία!
Όπως είδαμε μέχρι τώρα, ο κόσμος που ζούμε, ο πραγματικό ς κόσμος των εμπειριών μας δεν είναι τυχαίος, ακατανόητος, απροσδόκητος ή χαοτικός. Υπάρχουν νόμοι , αρχές, συνθήκες, αιτίες και αποτελέσματα, και όπου φαίνεται να καταστρατηγούνται οι αρχές της νόησης και της λογικής, πάντα ο άνθρωπος αναζητά το βαθύτερο νόημα, μια καλύτερη ερμηνεία.
Ο κόσμος γύρω μας δεν είναι ψευδαίσθηση. Οι Βουδιστές γκουρού ζητούν από τους μαθητές τους να τους αποδείξουν ότι δεν ζουν στο όνειρο μιας πεταλούδας… ότι όλα γύρω μας ακόμα και αυτή η ίδια η ύπαρξή μας δεν έχει νόημα ούτε πραγματική υπόσταση. Ζούμε ένα όνειρο μέσα σε όνειρο και τα πάντα καταλήγουν στον απέραντο ωκεανό του Νιρβάνα.
Όμως η γλώσσα, η ορολογία, οι ιδέες, η ανάγκη για επικοινωνία και μετάδοση μηνυμάτων είναι η απόδειξη ότι «κάτι» πραγματικά υπάρχει πέρα από όλα αυτά και έχει νόημα ή δίνει νόημα στην ύπαρξή μας.
Έχει ειπωθεί ότι όλη η ιστορία της φιλοσοφίας είναι ένα υστερόγραφο στα γραπτά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Όσο κι αν φαντάζει υπερβολικό αυτό, θα το πηγαίναμε ακόμη πιο πίσω σε δύο ονομαστούς αρχαίους φιλοσόφους, τον Παρμενίδη και τον Ηράκλειτο.
Ό Ηράκλειτος πίστευε ότι κάθε τι που υπάρχει μεταβάλλεται. Εάν διαβείς ένα ποτάμι την επόμενη φορά που θα το δρασκελίσεις δεν θα είναι το ίδιο ποτάμι, διότι εν τω μεταξύ πέρασαν τόνοι νερού από το σημείο εκείνο. Τα πάντα ρέουν. Τίποτα δεν μένει σταθερό. Υπάρχει μια συνεχής πάλη των αντίθετων στοιχείων και κάθε αυθεντική ύπαρξη βρίσκεται «εν τω γίγνεσθαι».
Εν αρχή ην το χάος, διακηρύττουν οι αρχαίες θρησκείες. Και την ίδια στιγμή, «Εν αρχή ην ο Λόγος» αντικρούει η Γραφή. Είναι ο Ιησούς Χριστός ο Λόγος του Θεού που δημιουργεί ελέγχει κατευθύνει οριοθετεί και νομοθετεί εξάγει τάξη από το χάος. Επειδή «εν αρχή ην ο Λόγος» για αυτό και ο φυσικός κόσμος του Θεού είναι κατανοήσιμος και περιγράφεται και ερμηνεύεται λογικά με αρχές και νόμους. Ο Πανθεϊσμός είναι ένα θρησκευτικό σύστημα μια κοσμοθεωρία η οποία υιοθετεί τη θέση πως τα πάντα είναι ο θεός. Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε και τον οποίο μελετούμε και εργαζόμαστε είναι ο θεός. Κει εμείς οι ίδιοι σαν κομμάτι αυτού του κόσμου είμαστε θεοί. Έχουμε δηλαδή απόλυτη ταύτιση του Δημιουργού με τη Δημιουργία του. Το πρόσωπο όμως απορροφήθηκε από το απρόσωπο και έτσι ο θεός Κόσμος του Πανθεϊσμού δεν έχει πρόσωπο, δεν είναι προσωπικότητα.
Ο Θεός της Αγίας Γραφής , η υπέρτατη πρώτη αιτία, είναι μια οντότητα προσωπική, έχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που συνθέτουν μια προσωπικότητα . Πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε από μια απρόσωπη δύναμη από ένα απρόσωπο φαινόμενο από μια απρόσωπη ενέργεια να προέλθουν προσωπικά όντα, όπως είμαστε εμείς οι άνθρωποι;
Στο βιβλίο των Ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης το Πνεύμα του Θεού μας αποκαλύπτει «Ο φυτεύσας το ωτίον δεν θέλει ακούσει; Ο πλάσας τον οφθαλμόν δεν θέλει δει;[1]
Ο Θεός της Αγίας Γραφής είναι πρόσωπο που χαίρεται λυπάται μακροθυμεί, αγαπά, υπομένει, αλλά και οργίζεται και προσβάλλεται. Στο πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης μαθαίνουμε ότι ο αυτός ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση Του και ο κατάλογος της γενεσιουργούς διάθεσής του θα μπορούσε να συνεχίζεται για πολύ. Ο κατάλογος της καλλιτεχνικής του διάθεσης, επίσης. Η διάθεσή Του για το ωραίο, το οποίο μάλιστα δεν το δημιουργεί μόνο εξωτερικά από εμάς απλώς ως ερέθισμα, αλλά και εσωτερικά, ως προδιάθεση να μας αρέσει. Βλέπει κανείς μια πανσέληνο και μπορεί και απολαμβάνει την ομορφιά της λόγω μιας εσωτερικής προδιάθεσης. Επειδή δεν θα αισθανόταν το ίδιο, ό,τι «στρογγυλο» κι αν του άναβαν στον ουρανό.
Πολλές φορές σε κουβέντες με φίλους προτείνω αυτό, ως «το πρόβλημα της ζωής». Η ζωή που θέλει να υπάρχει και να επιβάλλεται, είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα για σκέψη. Επειδή είναι κοινώς κατανοητό ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να προκύπτει από υλικά στοιχεία ούτε απλώς από αποφάσεις νευρώνων. Ακόμα κι αν ξεπεράσουμε όλα τα ουσιαστικά κενά σκέψης[2] που αφήνει η άποψη της εξελικτικής λογικής στην Δημιουργία, δεν υπάρχει κανένας φανερός λόγος που να κάνει τα ανοργάνωτα ηλεκτρόνια (που άρχισαν να υπάρχουν τέλος πάντων) να θέλουν να γίνουν και οργανικά όντα, να θέλουν να είναι και σε οργανωμένους συσχετισμούς, μάλιστα να θέλουν να είναι και όμορφα. Είναι πραγματικά αστείος ένας τέτοιος ισχυρισμός ωστόσο στην εποχή μας είναι κάτι που τίθεται σε fora και συζητείται σοβαρά επί ίσοις όροις με κάθε άλλη δομημένη λογικά πρόταση. Η άρνηση της αιτιοκρατίας όσο πομπώδης και μεγαλορρήμων κι αν φαντάζει, είναι τόσο οικτρά ανοχύρωτη στην δοκιμή της πραγματικότητας. Το γιατί όμως ορθώνεται σε τόσους πολλούς τομείς γύρω μας αυτό είναι άξιο απορίας.
Πιστεύω ότι πίσω από όλο αυτό, συνειδητά ή ασυνείδητα υπάρχει η βασική άρνηση αυτής της πρώτης αιτίας. Του Θεού δηλαδή και ότι αυτό συνεπάγεται. Επειδή είναι φανερό ότι κάθε ένας από εμάς είμαστε «πληροφορημένοι» για αυτό που ζούμε. Διδασκόμαστε από την ίδια τη ζωή μας για τη σχέση των επιλογών και των συνεπειών τους στη φυσική ζωή. Είμαστε προφυλαγμένοι από βλαβερές χρήσεις τροφών μέσα από τη μυρωδιά ή τη γεύση. Έχουμε εγγεγραμμένα σε ένστικτα και αυτοματισμούς μέσα μας, Π.χ. τόσο για τη γενετήσια διαδικασία, όσο και τη μητρότητα και πατρότητα. Με τον ίδιο τρόπο υπάρχει μέσα μας η συνειδητότητα όχι μόνο της πρώτης αιτίας αλλά και ότι κάτι είναι λάθος σε σχέση με αυτή.
Σαν σε χαλασμένο ρούτερ ένα μικρό ενδεικτικό και ενίοτε ενοχλητικό κόκκινο φωτάκι αναβοσβήνει βαθιά στην ύπαρξή μας δηλώνοντας την διένεξη αυτή. Και αυτό πρέπει να τακτοποιηθεί. Να γίνει πράσινο το φωτάκι και να αποκατασταθεί τούτη η κοινωνία με αυτό το εξαιρετικό πρόσωπο. Το πρόσωπο του αληθινού Θεού.
[1] Ψαλμός 94:9
[2] Το πως είναι δυνατόν το μηδέν και το ανοργάνωτο να γίνει ένα και να αποφασίσει να οργανωθεί και μάλιστα με τέτοιον τρόπο. Το πως είναι δυνατόν οι ατελείς ζωντανές υπάρξεις να ξεπεράσουν την αναγκαία συνθήκη των «απλούστατων μηχανών». κ.ά.