Σχέση Αμαρτίας και Αγιασμού
Είναι δύο καταστάσεις που αναφέρονται συνήθως σαν αντίθετες, ωστόσο η λέξη «αντίθετες» δεν είναι ακριβώς αυτή που μπορεί να περιγράψει τη σχέση τους.
Η Αμαρτία είναι μια κατάσταση στην οποία περιήλθε ολόκληρος ο κόσμος, άνθρωπος και δημιουργία, καθώς ο Αδάμ απόκτησε την γνώση του αγαθού και του πονηρού. Ο Αδάμ γνώριζε το αγαθό, δηλαδή το πως είναι να ζει σε κοινωνία με τον Θεό. Αυτό που δεν γνώριζε, ήταν το να ζει αποκομμένος από τον Θεό. Όταν ο Θεός του απαγόρεψε να φάει από το δένδρο της γνώσης του αγαθού και του πονηρού, του το περιέγραψε σαν τον καρπό που τρώγοντάς τον θα του γινόταν αντιληπτός ο θάνατος, ως κατάσταση ολέθρια και διαφορετική από το να ζει στο αγαθό. Για αυτό το λόγο το δένδρο ονομάστηκε δένδρο της γνώσης του αγαθού και του πονηρού. Στην ουσία το δένδρο έφερνε την επίγνωση του πονηρού, δηλαδή της ανεξαρτησίας από τον Θεό και τελικά την πείρα του θανάτου.
Ο άνθρωπος εξαπατήθηκε ώστε να μην υπακούσει την εντολή του Θεού. Ωστόσο αυτό δεν ήταν μια πράξη ανηθικότητας που ο άνθρωπος διέπραξε – έφαγε έναν «δηλητηριώδη» καρπό – αλλά μια πράξη «μοχλός» που τον οδήγησε στην διακοπή της κοινωνίας του με τον Θεό. Σε μια κατάσταση αποκοπης και αυτονομίας από τον Θεό που μάλιστα ήταν ανεπίστρεπτη, και με υποχρεωτική συνέπεια να πεθάνει. Το ολοκαύτωμα του αρνιού σε όλες τις αρχαίες θυσίες αλλά και στην Ιουδαϊκή αργότερα, που προσφερόταν για τις αμαρτίες, δεν είναι μια εικόνα αγριότητας ή βιαιότητας ενός αιμοδιψούς Θεού, όπως θεωρούν μερικοί, αλλά απεικόνιση αυτής της υποχρεωτικής κατάληξης.
Την ανεπίστρεπτη αυτή κατάσταση με μια λέξη τη λέμε Αμαρτία. Κάθε άνθρωπος από την πρώτη στιγμή της ζωής του, ζει μέσα σε αυτήν. Γεννιέται αποχωρισμένος από τον Θεό, συνεπώς αμαρτωλός και το βέβαιο μέλλον του είναι να κάποια στιγμή να πεθάνει. Η ίδια η λέξη Αμαρτία άλλωστε σημαίνει αστοχία. Αστοχία στο να μπορέσει ο άνθρωπος να έχει αιώνια ζωή και αιώνια ύπαρξη. Αστοχία να προσέλθει σε μια αγαπητική σχέση με τον Δημιουργό του.
Αγιασμός τώρα (και μιλάμε για τον αγιασμό που έκανε ο Θεός στους ανθρώπους που πιστεύουν στο Χριστό) δεν είναι κατά λέξη το αντίθετο σε όλο αυτό που αναφέρουμε παραπάνω καθώς και η ίδια η λέξη δεν σημαίνει ευστοχία αλλά ξεχωρισμός. Ξεχωρισμός από τι όμως;
Το ζητούμενο του Θεού από τον άνθρωπο είναι το να έρθει σε κοινωνία μαζί Του και να λάβει ζωή, ώστε να αναπτύξει μια αιώνια σχέση αγάπης μαζί Του. Αυτό όμως είναι αδύνατον να συμβεί σε αυτό τον κόσμο επειδή κάθε ένας από εμάς γεννιέται αποκομμένος από τον Θεό όπως είπαμε. Αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι κάθε άνθρωπος γεννιέται αμαρτωλός. Εάν δεν είχε μπει ποτέ η Αμαρτία στον κόσμο μας, κάθε άνθρωπος θα μπορούσε από τη γέννησή του, χωρίς κάποια άλλη διαδικασία να ζει σε κοινωνία με τον Θεό, κατά συνέπεια να ζει για πάντα. Όμως από τότε που υπάρχουν οι άνθρωποι η αποστασία και η επανάσταση απέναντι στον Θεό πλημμυρίζουν όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους μολύνοντας τους.
Ο Θεός όμως προκειμένου να σταματήσει αυτή την πλημμύρα έπρεπε να βάλει ένα εμπόδιο. Έναν τοίχο. Για την ακρίβεια χρειαζόταν ένα χώρο μέσα στον οποίο η αμαρτία δεν θα μπορούσε να εισβάλει, για να «τοποθετήσει» μέσα εκεί, αυτούς που θα ήθελε να βγάλει από την αμαρτωλή κατάσταση. Αυτό ακριβώς, ο Θεός το ονόμασε Αγιασμό. Αγιασμός θα πει ξεχωρισμός. Τον έδειξε με εικόνες στην Παλαιά Διαθήκη. Η κιβωτός του Νώε για παράδειγμα είναι μια εικόνα της έννοιας του ξεχωρισμού: ήταν ο χώρος μέσα στον οποίο δεν μπορούσε να μπει ο κατακλυσμός. Ο Αγιασμός έχει αυτό το κύριο χαρακτηριστικό: είναι ο «χώρος» που δεν μπορεί να εισέλθει η Αμαρτία. Ο Χριστός επίσης μπορεί να θεωρηθεί ένας «χώρος» απομόνωσης από την αποστασία και την εχθρότητα στον Θεό. Και πραγματικά δεν είναι δυνατόν ο Χριστός να μολυνθεί από την αμαρτία. Μπαίνουμε «εν Χριστώ» και μπαίνουμε πνευματικά μεσω της πίστης. Για αυτό το λόγο λέει[1] ο απόστολος Παύλος, ο Χριστός είναι για μας εκτός από σοφία του Θεού, αγιασμός (ξεχωρισμός- απομόνωση) και απολύτρωση. Ένας τέτοιος «χώρος» φέρνει αυτόματα στον άνθρωπο, την δυνατότητα να πλημυρίσει η ύπαρξή του, με την ζωή του Χριστού ως αιώνια κατάσταση. Κι αυτό επειδή κάθε ένας που μπαίνει εν Χριστώ, προφυλάσεται μέσα σε Εκείνον που όχι μόνο η αμαρτία δεν μπορεί να τον προσβάλει αλλά και που η ζωή του Θεού δεν μπορεί να σταματήσει να ρέει. Για αυτό και ο Χριστός είναι εγγυητής[2] του Αγιασμού μας.
Σε αυτό το σημείο ακριβώς είναι που ορθώνεται μια ένσταση από πολλούς χριστιανούς. Κι αυτή είναι η εξής: πως είναι δυνατόν να ζω σε μια κατάσταση αγιότητας μπροστά στον Θεό που τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει, από τη στιγμή που αμαρτάνω με διάφορους τρόπους; Μάλιστα δε σταματάνε στην ένσταση αλλά απορρίπτουν ολόκληρη την προηγούμενη τοποθέτηση θεωρώντας την ως ανεδαφική.
Χρειάζεται όμως εδώ να ξεκαθαρίσουμε το εξής: ότι ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο, πνεύμα ψυχή και σώμα. Στην επέμβασή Του να μας σώσει ξεκινάει από το πνεύμα του ανθρώπου. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο της υπόστασής του, που παίρνει ζωή και σωτηρία. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η δυσκολία σε πολλούς να αντιληφθούν κάτι που η Καινή Διαθήκη διακηρύτει – ότι ενώ αγιαστήκαμε λόγω της πίστης μας στον Χριστό συνεχίζουμε να ζούμε σε ένα σώμα που υπόκειται στα αποτελέσματα της αμαρτίας και της αποκοπής από τον Θεό. Το πνεύμα αυτού που γεννήθηκε από από τον Θεό, φέρνει ως πρώτους καρπούς της κοινωνίας του με το Άγιο Πνεύμα την αγάπη τη χαρά και την ειρήνη[3]. Το αναγεννημένο πνεύμα του ανθρώπου είναι το μόνο στοιχείο της υπόστασης του, που διαθέτει τις προδιαγραφές για πλήρη κοινωνία[4] με τον Θεό ενόσο ο άνθρωπος ζει στον φυσικό κόσμο. Αυτό κοινωνεί[5] τη Θεία φύση ενόσο ζούμε στον υλικό κόσμο. Αυτό είναι που παίρνει ζωή που μένει[6], αυτό είναι που γίνεται νέα κτίση[7], αυτό είναι που αγιάζεται -ξεχωρίζεται – μπαίνοντας σε απόλυτη κοινωνία με τον Θεό δια της πίστεως[8] στον Χριστό, και αυτό είναι που λαμβάνει την βεβαιότητα ότι έχει σωθεί από τον αιώνιο θάνατο και την κόλαση. Σε αυτό εγκαθίσταται[9] το Άγιο Πνεύμα και μέσω αυτού ενεργεί στις τοποθετήσεις της ψυχής μας και στις πράξεις του σώματος.[10] Εάν τα παραπάνω δεν είναι ξεκάθαρα μέσα μας, είναι φυσικό να μην μπορούμε να κατανοήσουμε τη φύση της αγιότητας που ο Θεός μας έχει καλέσει να ζήσουμε εν Χριστώ, και να αμφισβητούμε ότι ο αγιασμός μας όπως και η σωτηρία μας δωρίζεται δια της πίστεως. Εάν όμως το πνεύμα μας ζει μέσα στον αγιασμό του Χριστού μέσω της πίστης, ο Θεός, μας οδηγεί με διαδοχικές φανερώσεις του θελήματός[11] Του, σε δύναμη, πράξη και αγιοσύνη στην καθημερινή ζωή τελικά. Με αυτή την επαναλαμβανόμενη διαδικασία ο Θεός ζωοποιεί το θνητό[12] εξωτερικό της ύπαρξής μας μέσα στο οποίο κατοικεί δια του Πνεύματος Του. Κι αυτό συμβαίνει χωρίς ο πιστός να φεύγει από το περιβάλλον της ειρήνης και της συμφιλίωσης με τον Θεό. Είναι εξαιτίας της αγαπητικής σχέσης μαζί Του. Εκεί όλες οι συνδιαλαγές με τον Θεό συντροφικά με όλες τις προσπάθειες να Τον εξευμενίσουμε έχουν τελειώσει και μεις χαιρόμαστε την κοινωνία με τον Χριστό και με τον Πατέρα Θεό.
[1] 1Κορ. 1:30 Ἀλλὰ σεῖς εἶσθε ἐξ αὐτοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅστις ἐγενήθη εἰς ἡμᾶς σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις
[2] Ιωάν. 17:19 καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, διὰ νὰ ἦναι καὶ αὐτοὶ ἡγιασμένοι ἐν τῇ ἀληθείᾳ.
[3] Γαλ. 5:22 Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματος εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις,
[4] 1Ιωάν. 1:3 ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν, ἀπαγγέλλομεν πρὸς ἐσᾶς· διὰ νὰ ἔχητε καὶ σεῖς κοινωνίαν μεθ᾿ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡμῶν εἶναι μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
[5] 2Πέτ. 1:4 διὰ τῶν ὁποίων ἐδωρήθησαν εἰς ἡμᾶς αἱ μέγισται καὶ τίμιαι ἐπαγγελίαι, ἵνα διὰ τούτων γείνητε κοινωνοὶ θείας φύσεως, ἀποφυγόντες τὴν ἐν τῷ κόσμῳ ὑπάρχουσαν διὰ τῆς ἐπιθυμίας διαφθοράν.
[6] 1Ιωάν. 3:15 Πᾶς ὅστις μισεῖ τὸν ἀδελφὸν αὑτοῦ εἶναι ἀνθρωποκτόνος· καὶ ἐξεύρετε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος δὲν ἔχει ζωήν αἰώνιον μένουσαν ἐν ἑαυτῷ.
[7] 2Κορ. 5:17 Ὅθεν ἐὰν τις ἦναι ἐν Χριστῷ εἶναι νέον κτίσμα· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθον, ἰδού, τὰ πάντα ἔγειναν νέα.
[8] Ρωμ. 5:1 Δικαιωθέντες λοιπὸν ἐκ πίστεως, ἔχομεν εἰρήνην πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
[9] 1Ιωάν. 4:13 Ἐκ τούτου γνωρίζομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, διότι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὑτοῦ ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς.
[10] Γαλ. 5:16 Λέγω λοιπόν, Περιπατεῖτε κατὰ τὸ Πνεῦμα καὶ δὲν θέλετε ἐκπληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς σαρκός.
[11] Κολ. 1:9 Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἠκούσαμεν, δὲν παύομεν προσευχόμενοι διὰ σᾶς καὶ δεόμενοι νὰ ἐμπλησθῆτε ἀπὸ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ θελήματος αὐτοῦ μετὰ πάσης σοφίας καὶ πνευματικῆς συνέσεως,
[12] Ρωμ. 8:11 Ἐὰν δὲ κατοικῇ ἐν ὑμῖν τὸ Πνεῦμα τοῦ ἀναστήσαντος τὸν Ἰησοῦν ἐκ νεκρῶν, ὁ ἀναστήσας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν θέλει ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τοῦ Πνεύματος αὑτοῦ τοῦ κατοικοῦντος ἐν ὑμῖν.