Συνάντηση στην Άρνη

Συνάντηση στην Άρνη

Φορούσε τραγιάσκα. Θα τον έλεγα ξανθωπό στα νιάτα του, με οβάλ πρόσωπο και μακριά μύτη, γυαλάκια με χρυσό σκελετό που του ανέβαζε την ηλικία, λίγο γεματούλης. Ήταν απογευματάκι και αυτός καθισμένος στο τραπεζάκι του καφενέ τέλειωνε μια παγωμένη γκαζόζα με λεμόνι. Έξω έβρεχε σα να μη θέλει να σταματήσει. Τώρα μην φανταστείτε ότι περιεργάζομαι τον καθένα που βλέπω αλλά λίγο το ότι είχα καθίσει στο μοναδικό καφενέ του χωριού που είχα φτάσει πριν λίγες ώρες, λίγο ότι χαλάρωνα, λίγο ότι ήταν απέναντί μου με έκανε, δίχως να το θέλω, να χαζεύω τι έκανε. Καθόταν και κοίταζε προς τα έξω. Μια καρό ζακέτα ακουμπισμένη στην πλάτη της διπλανής του καρέκλας συμπλήρωνε το κάδρο. Ήταν και κάτι άλλο βέβαια, στην τσάντα του που βρίσκονταν δίπλα του, ξεπετάγονταν από το μισάνοιχτο φερμουάρ της… καλά καταλάβατε το βιβλίο το ξακουστό κι όμως άγνωστο. Μάλιστα δεν ήταν τοποθετημένο κλειστό μέσα της αλλά ανοιχτό λες και κάποιος το απίθωσε βιαστικά κι ούτε καν το έκλεισε.

Τον κοίταγα μέχρι που η ματιά του έπεσε σε μένα και σκάλωσε.

– Καλημέρα! Βλέπω ζεστάθηκες. Δεν απάντησε αμέσως έτσι που τον πρόλαβα. Αλλά σήμερα μόνο για ζέστη δεν μπορώ να το πω.

– Ναι φθινοπώριασε μου απάντησε. Έγνεψα ναι. Πως από τα μέρη μας; Συνέχισε.

– Απ’ τα μέρη σας; Ανδριώτης είσαι;

– Έγινα! Αλλά γιατί ρωτάς; Δεν σου κάνω για ντόπιος;

– Μου κάνεις, είπα κομπιάζοντας σκεπτόμενος μήπως και είπα τίποτα που πρόσβαλε, αλλά δε βρήκα, κι έτσι συνέχισα. Ο παππούλης μου κατάγονταν από τις Στραμπουριές, αλλά εγώ είμαι τουρίστας εδώ. Ήρθα να δω τα μέρη του.

– Α! Μάλιστα. Ωραία. Απάντησε σωπαίνοντας.

– Είπα να έρθω και από αυτή εδώ τη μεριά του νησιού. Βλέπεις το καλοκαίρι είναι πιο θελκτικές οι παραλίες. Με κοίταξε σαν κάτι να ήθελε να πει, μα τον πρόλαβα. Ωστόσο δεν περίμενα να βρω άνθρωπο στην Άρνη που να διαβάζει το βιβλίο το ξακουστό κι όμως άγνωστο. Τώρα με κοίταζε σαν παιδί που το πιάνουν πάνω στη σκανταλιά.

– Και που ξέρεις τι διαβάζω;

– Δεν ξέρω, αλλά βλέπω το βιβλίο ανοιχτό στην τσάντα σας. Συμπαθάτε με.

– Ναι. είπε και χαμογέλασε κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού του τη τσάντα. Το διαβάζεις και συ έτσι δεν είναι; Ρώτησε πονηρά μισοκλείνοντας τα μάτια . Χαμογέλασα. Χαμογέλασε και αυτός σχεδόν συνωμοτικά.

– Λοιπόν, είπε με ζέση και τράβηξε την καρέκλα του κατά τη μεριά μου. Φταίει ο Ζακ!

– Ποιος είναι αυτός;

– Ο συγγραφέας της επιστολής[1]. Κάτι καταλάβαινα αλλά δεν το έδειξα. Έτσι λέω τον Ιάκωβο, μου κάνει σκύβοντας προς το μέρος μου, επειδή κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά το ποιος είναι αυτός ο Ιάκωβος. Ο αδελφός του Κυρίου, ο ξάδελφός του; Κάποιος άλλος Ιάκωβος – βλέπεις ήταν συνηθισμένο όνομα αυτό εκείνη την εποχή.

– Μα είναι ο αδελφόθεος έτσι δεν είναι;

– Απόψεις φίλε μου, απόψεις. Έκανε σηκώνοντας τα φρύδια και με έναν γριφώδη τόνο στην φωνή του.

– Έτσι λέτε εσείς. Του λέω έτοιμος να υπερασπίσω αυτό που ήξερα.

– Καλά! Καλά! μην εξάπτεσθε φίλε μου, άλλωστε δεν είναι αυτό που έχει και πολύ σημασία. Τον κοίταζα ερευνητικά να δω που το πάει.

– Τι είναι αυτό που έχει σημασία λοιπόν;

– Μα το κλειδί! Η επιστολή έχει κλειδί είναι ολοφάνερο. Γι’ αυτό και όλη αυτή η παρεξήγηση σχετικά με την επιστολή, αυτό το σκοτάδι.

– Κλειδί! Παρεξήγηση! Αναλογίστηκα. Σκοτάδι! Σκέφτηκα σοκαρισμένος. Αυτό κι αν δεν είναι βαριά λέξη φίλε μου μουρμούρισα μέσα μου και ήμουν έτοιμος να διαμαρτυρηθώ, το είδε όμως και με πρόλαβε.

– Τι είναι ο «νόμος της Ελευθερίας λοιπόν; Ορίστε πείτε μου. Τι θα πει «εκτελεστής του λόγου»; Τι είναι αυτό που κάνει ο «ξεχασιάρης ακροατής»; Τι ξεχνάει;

Πρώτη φορά με ρωτούσαν για τα συγκεκριμένα σημεία της επιστολής του Ιακώβου. Και το παράξενο ξαφνικά μου φαινόταν ότι οι απαντήσεις μου δεν ταίριαζαν. Δεν με ικανοποιούσαν καν. Και τι να σήμαινε αυτό άραγε; Απλώς δεν είχα προσέξει καλά το κείμενο; Ή τελικά μου ξέφευγε κάτι πολύ σημαντικό; Γνώριζα για την επιστολή και είχα διαβάσει κομμάτια της από το κατηχητικό κιόλας.

– Για να πω την αλήθεια αυτό το βιβλίο μου φαίνεται χωρίς ιδιαίτερα κρυμμένα νοήματα. Είπα, προσπαθώντας να επιβληθώ στη κουβέντα. «Πίστις άνευ έργων νεκρά εστί», του πέταξα, τι απ’ αυτό να μην καταλάβει κανείς;

– Τα πάντα φίλε μου. Είπε αινιγματικά. Και ακριβώς αυτό είναι το πρόβλημα επειδή όσες χιλιάδες χρόνια χριστιανοσύνης έχουμε πίσω μας, τόσο περισσότερα έχουν ειπωθεί για το Χριστό και την πίστη ή έτσι νομίζουμε τέλος πάντων. Εν τω μεταξύ όλον αυτό τον καιρό «τσόφλια θεολογίας»  και «σκόνη ανθρώπινης σοφίας» κατακάθονται πάνω στις έννοιες και τους δίνουν τόσο διαφορετικό «σχήμα» που να μην τις γνωρίζουμε πια. Σε σημείο να μιλάμε με τις ίδιες λέξεις για εντελώς διαφορετικά πράγματα ενώ νομίζουμε ότι μιλάμε για τα ίδια.

Άλλος ένας αιρετικός σκέφτηκα. Ποιος τον ξέρει τι νόημα έχει σκαρφιστεί ότι λέει το βιβλίο.

– Τι λοιπόν κρύβεται κάτω από τη φράση που είπα;

– Εσύ τι λες; μου κάνει δεικτικά.

– Εγώ λέω ότι το μόνο που εννοεί αυτή η φράση είναι: ότι εφόσον υποστηρίζω πως είμαι χριστιανός οφείλω να ζω και με έναν αντίστοιχο τρόπο.

– Δηλαδή; Μου κάνει καρφώνοντας τα μάτια του πάνω μου.

– Δηλαδή… εάν δεν δείχνω πρακτικά την αγάπη μου, αν καβγαδίζω και κουτσομπολεύω με τους ενορίτες μου, αν αγαπώ την καλοπέραση…

– Αν στήνεις επιχειρήσεις χωρίς να λες «πρώτα ο Θεός», έτσι; Αν δεν πληρώνεις στην ώρα τους, τους εργάτες σου, αν αισθάνεται πικρία και φιλονικία για άλλους, αν είσαι οργίλος και τους τσακίζει με τα λόγια. Ε;

– Ε ναι και αυτά, είπα διστακτικά επειδή από τον τόνο της φωνής του καταλάβαινα ότι κάπου το πάει που δεν ήξερα.

– Και δεν μου λες, εάν πραγματικά τα κάνεις όλα αυτά… είναι όλα εντάξει;

Αν και ήθελα να απαντήσω με ένα σίγουρο ναι, καταλάβαινα ότι δεν έπρεπε να το κάνω. Στο κενό του χρόνου που σκεφτόμουν ο συνομιλητής μου με πρόλαβε προσθέτοντας.

– Γιατί δεν μιλάς; Δεν τα γράφει αυτά το Βιβλίο; Δεν είναι ένα απλό κείμενο; Αλλά δεν με νοιάζει που είσαι έτοιμος για εύκολα συμπεράσματα, αλλά ότι μάλλον τα λες χωρίς να καταλαβαίνεις ότι και εσύ ο ίδιος είσαι παραβάτης. Έκανε προκλητικά.

-Μα τι είναι αυτά που λες άνθρωπέ μου, έκανα ενοχλημένος με ήξερες και από χτες;

– Όχι αλλά ξέρω αυτά που λες… συνήθως αυτό υποστηρίζουν αυτοί που αναφέρονται στο βιβλίο το ξακουστό… κι όμως! Άγνωστο.

– Μιλάς σα να είσαι ο μόνος που διαβάζεις το Bιβλίο. Και έβγαλα έναν αναστεναγμό.

– Χμμ όχι! Το ξέρω πολύ καλά. Δεν είμαι ο μόνος κι ευτυχώς είναι πάρα πολλοί οι αναγνώστες του. Ωστόσο όπως έλεγα και πιο πριν υπάρχουν κλειδιά. Υπάρχουν και στρώσεις από πληροφορίες μέσα του. Τα κλειδιά που λέω είναι κρυμμένα ανάμεσα σε αυτές.

– Ναι αλλά ποιος ορίζει τι είναι κλειδί και τι όχι. Θα μπορούσα να θεωρώ κλειδί κάτι που ο άλλος δεν το βλέπει καν.

– Έχεις δίκιο. Μου κάνει. Συνήθως τα κλειδιά δεν φαίνονται. Ωστόσο τα καταλαβαίνει κανείς από το γεγονός ότι όταν τα βρει, ανοίγουν «πόρτες» του κειμένου.

– Πάντα μιλάς έτσι αινιγματικά; τον πείραξα, μη θέλοντας να δεχθώ αυτό που μου έλεγε.

– Κοίτα είναι όπως όταν ένας φίλος σου δίνει το κλειδί του εξοχικού του να πας για ένα σαββατοκύριακο. Πας εκεί και το μόνο που ξέρεις είναι ότι μπορείς να ανοίξεις την κύρια πόρτα. Στη συνέχεια καθώς μένεις μέσα στο σπίτι ανακαλύπτεις ντουλάπια, ανοίγεις πόρτες βρίσκεις τα κλειδιά του γκαράζ και της αποθήκης.

– Λες δηλαδή ότι χρειάζεται να ζήσεις με το Βιβλίο …

– Χρειάζεται να είσαι ειλικρινής με το Βιβλίο το τόσο ξακουστό. Να το διαβάζεις απ’ άκρη σ΄ άκρη, να δέχεσαι με σεβασμό στο συγγραφέα όλα αυτά που σου λέει και συ τα κατανοείς και από την άλλη να σταματάς με ειλικρίνεια σε όσα δεν μπορείς να καταλάβεις. Αυτό δημιουργεί αόρατους «διαδρόμους» και «πόρτες». Καθώς αυτό συμβαίνει κάπου εκεί, κρεμασμένα στον τοίχο, κρυμμένα κάτω απ’ το χαλάκι θα βρίσκεις τα αντίστοιχα κλειδιά.

– Μα αυτό κάνω, βιάστηκα να πω, και δεν βλέπω καμιά κλειστή πόρτα.

– Δεν βλέπεις; Μα πριν λίγο δεν ήξερες ποιος είναι ο «ακροατής του λόγου» και προπάντων τι ξεχνάει. Νόμιζες και νομίζεις ακόμα ότι ο εκτελεστής του λόγου είναι αυτός που ζει μια συνεπή ιουδαιοχριστιανική ηθική. Το ίδιο μάλλον, νόμιζαν και οι αποδέκτες της επιστολής του Ιακώβου. Θεωρούσαν ότι εφαρμόζουν τον βασιλικό κανόνα. Δηλαδή το να κάνεις στον άλλον αυτό που θα ήθελες να κάνουν και σε σένα. Όμως, την ίδια στιγμή, φέρονταν υποτιμητικά στους φτωχούς και με δουλοπρέπεια στους πλούσιους. Μιλούσαν άσχημα και τσακώνονταν, οργίζονταν ο ένας με τον άλλον.

– Ποιος είναι ο ακροατής λοιπόν;

– Είναι ποιο εύκολο εάν πάρουμε πρώτα τον εκτελεστή του λόγου. Ο λόγος που ακούει είναι σαν φως, που του φανερώνει πόσο έξω βρίσκεται από το δρόμο του Θεού. Την ίδια στιγμή ο Χριστός τον καλεί να πιστέψει σε Αυτόν αφήνοντας τις προσπάθειές του να ευαρεστήσει τον Θεό με τις πράξεις του. Δεν είναι βέβαια απλό να γίνει κάτι τέτοιο, επειδή όλοι μας χωρίς δυσκολία λέμε ότι είμαστε αμαρτωλοί, ελάχιστοι όμως το εννοούμε για τον εαυτό μας. Ο άνθρωπος όμως που μένει σε αυτό το φως συνειδητοποιεί το πόσο αμαρτωλός είναι, στρέφεται με πίστη στον Χριστό και λυτρώνεται από κάθε ενοχή και φόβο.  Η καρδιά του γεμίζει αγάπη ειρήνη και χαρά. Ο ακροατής του λόγου φωτίζεται επίσης από το λόγο του Χριστού, αλλά φεύγει από το φως του. Καθώς φεύγει ξεχνάει όχι μόνο την κατάστασή του αλλά και την μοναδική διέξοδο που του δίνει η πίστη στον Χριστό.

– Μα γιατί είναι πρόβλημα να προσπαθεί κανείς να πράξει όλα αυτά που μας λένε πως θέλει ο Θεός να ζούμε; Έκανα με ειλικρινή απορία σκαλώνοντας στα πρώτα λόγια του.

– Πρώτον επειδή καταλήγουμε να προσπαθούμε το ίδιο πράγμα που προσπαθούσαν οι Ιουδαίοι ακολουθώντας έναν νόμο που δεν έφερνε σε τελειότητα τον άνθρωπο. Ο ουρανοβάμων Παύλος μας λέει ξεκάθαρα ότι ο νόμος που όριζε η Παλαιά Διαθήκη δεν μπορούσε να είναι τέλειος επειδή η τελειότητα που έφερνε στον άνθρωπο εξαρτιόταν από το πόσο συνεπής ήταν ο άνθρωπος απέναντί του. Δεύτερον φίλε μου επειδή στο κείμενο, μετά τον «τέλειο νόμο» συμπληρώνει τον χαρακτηρισμό «της ελευθερίας» και ο νόμος των Ιουδαίων μόνο νόμος της ελευθερίας δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί. Οι ίδιοι οι απόστολοι όταν έγραψαν γράμμα στις εκκλησίες των εθνών, αναφερόμενοι στο Μωσαϊκό Νόμο, χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό «βάρος» για αυτόν. Άρα…;

– Άρα; Ρώτησα και εγώ για να ακούσω την κατάληξη.

– Άρα ο τέλειος νόμος της ελευθερίας είναι αυτός που φέρνει σε τελειότητα τον άνθρωπο μπροστά στο Θεό με βάση τη καλοσύνη και το έλεός του Θεού. Και την ίδια στιγμή του δίνει  ζωή αιώνια και κοινωνία με το Θεό χωρίς να βάζει σαν όρο για αυτό, την τέλεια εφαρμογή των θρησκευτικών κανόνων από μεριάς του ανθρώπου. Με άλλα λόγια ο φίλος μας ο Ζακ υπονοεί αυτό που και ο Χρίστος αναφέρει στην Κυριακή Προσευχή και στην παραβολή του δούλου που του χαρίστηκε το χρέος. Χριστιανός είναι κάθε ένας που κατανοεί το λυτρωτικό και μεγάλο έλεος του Θεού επάνω του και έργο της πίστης αυτής είναι το ότι αυτή ακριβώς η συναίσθηση ξεχειλίζει τριγύρω του.

Είχα μείνει αμίλητος. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα θεωρούσα όλο αυτό μια καλοστημένη τρίπλα αλλά για πρώτη φορά κάτι άρχισα να καταλαβαίνω. Κάτι με γέμιζε με ζεστασιά και ελπίδα ότι όλο αυτό είναι αλήθεια.

– Και πως τα έμαθες όλα αυτά… μουρμούρισα μουδιασμένος

– Χμμ, έκανε και το πρόσωπό του πήρε μια γλύκα. Εκείνος. Είπε τελικά. Το «Εκείνος» το είπε με τέτοιο τρόπο ήσυχο και γλυκό λες και αναθυμόταν κάποιον πολύ καλό και αγαπημένο φίλο.

– Ποιος ; ρώτησα.

– Άσε είναι μεγάλη ιστορία. Μου κάνει.

– Όχι πες τώρα… είπα με φανερή την περιέργειά μου.

– Ήμουν δεκαεξάρης, με την οικογένειά μου και κρυβόμασταν απ’ τους Γερμανούς. Είχαμε αλλάξει τα ονόματά μας, με φώναζαν Νάσο τότε. Και ζούσαμε έξω από το χωριό σε ένα κτήμα εδώ στο βουνό. Στο λιμάνι είχε αποβιβαστεί ένας λόχος Γερμανοί και το χτυποκάρδι μας ήταν μη μας ανακαλύψουν.

Ααα! Είναι Εβραίος συλλογίστηκα.

– Μα πως να σας βρούνε;

Σηκώθηκε έβγαλε την τραγιάσκα και τα γυαλιά του. Φάνηκαν τα μαλλιά του που πρόδιναν το ανοιχτό καστανό χρώμα που είχαν στα νιάτα του και τα μάτια του μελιά στεφάνωναν τα έντονα εβραϊκά χαρακτηριστικά του.

– Που να μας βρουν; Έκανε με ένα πικρό χαμόγελο. Σαν τη μύγα μες το γάλα είμασταν, όλη η οικογένεια. Ξαναφόρεσε την τραγιάσκα και κάθισε. Σκεφτόταν … Σίγουρα αναθυμόταν στενάχωρα πράματα.

Ανυπομονούσα να μάθω τη συνέχεια μα σεβόμουν τη στιγμή και περίμενα.

– Εκείνη τη μέρα μας είχαν πει για μια περίπολο που μπορεί να ερχόταν κατά δω και εμείς φύγαμε σκορπίζοντας στο βουνό να κρυφτούμε. Έφτασα σε μια συκιά και αποκαμωμένος μπήκα μέσα στο πυκνό της φύλλωμα να πάρω ανάσα. Κάθισα κάτω στο χώμα και έκλεισα τα μάτια, όταν πίσω μου άκουσα κάποιον να τραγουδά το Shema Yisrael[2]. Πετάχτηκα πάνω. Ήταν τριαντάρης με στρατιωτικό παντελόνι και καρό πουκάμισο. Μη φοβάσαι μου λέει, ξεκουράσου είσαι ασφαλής εδώ. Ποιος είσαι; Τον ρώτησα. Χαμογέλασε και μου επανέλαβε: Είσαι ασφαλής εδώ. Διψάς; Αν διψούσα μετά από τόση ώρα πεζοπορία; Δεν ήθελε και ρώτημα. Του λέω ναι. Έβγαλε απ’ τη ζώνη του ένα παγούρι νερό.

– Σου έδωσε νερό; Τον έκοψα όλος ζέση.

– Ναι το άνοιξε και μου τό δωσε. Άρχισα να πίνω με μεγάλη ανακούφιση όταν ξαφνικά μου λέει: Νάθαν, όσο εύκολο μου είναι να σε ξεδιψάσω τόσο εύκολο είναι να σου χαρίσω αιώνια ζωή. Κόντεψα να πνιγώ απ’ την έκπληξη. Του λέω: ποιος είσαι και που ξέρεις το όνομά μου; Με κοίταξε με συγκατάβαση, σε ξέρω εδώ και καιρό, μου λέει. Είμαι αυτός για τον οποίον γράφτηκε η Τορά[3] σου, και η συνέχεια της ιστορίας μου βρίσκεται στο βιβλίο το ξακουστό κι όμως άγνωστο. Μείνε εδώ μέχρι να γύρει η μέρα. Δεν θα διψάσεις άλλο. Εκεί στο φράχτη σου έχω μερικά ώριμα σύκα.  Είσαι ασφαλής εδώ, ξαναείπε και απομακρύνθηκε συνεχίζοντας το Shema Yisrael. Άκουγα τα βήματά του να απομακρύνονται και την φωνή του να την παίρνει ο αέρας και δεν πίστευα αυτό που μου συνέβαινε. Τον είχα συναντήσει μόλις πριν λίγα λεπτά ωστόσο ήταν σαν να Τον ήξερα χρόνια και δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα μπορούσα να συνεχίσω την ζωή μου πια, χωρίς Αυτόν. Όταν πέρασε το κακό βιάστηκα να βρω το βιβλίο το ξακουστό και όμως άγνωστο. Διάβασα και διαβάζω ακόμα …

– Καταλαβαίνω. Είπα απλά, αλλά μέσα μου η καρδιά μου χόρευε. Την ήξερα αυτή την ιστορία. Ήμουν σίγουρος ότι μιλούσε για το ίδιο πρόσωπο.

– Πες μου του λέω ανυπόμονα, από τότε και μετά διψάς;

Με κοίταξε με το γνώριμο μου πονηρό χαμόγελο.

– Ξέρω τι λες μου κάνει. Από νερό τρεχούμενο διψάω και πίνω αλλά από εκείνη τη δίψα που ένοιωθα από μικρό παιδί, εκείνη την αίσθηση του κενού, τα ατέλειωτα γιατί που στριμώχνονταν στο μυαλό μου ολοένα και περισσότερα, όχι δεν διψώ πια. Σώπασε για μερικά δευτερόλεπτα κοιτάζοντας το πάτωμα. Δεν έχεις πιεί ε…;

Δε μίλησα αμέσως μου φαίνονταν άδικο σε κάποιους να πηγαίνει ο ίδιος και να τους ξεδιψά  ενώ δεν ψάχνουν ή τουλάχιστον έτσι δείχνουν, και σε άλλους να τους συναντά και να μην τους δίνει, άλλους να τους αφήνει να ψάχνουν για χρόνια χωρίς κανείς να μπορεί να πει με σιγουριά ότι στο τέλος της ζωής τους τελικά βρήκαν το νερό της ζωής  και ξεδίψασαν.

– Όχι! είπα. Όχι ακόμα διόρθωσα με νόημα μερικά δεύτερα μετά.

Κοίταζε έξω από την τζαμαρία του καφενέ σκεπτικός τις λεμονιές που τις έδερνε ο αέρας

– Θα έρθει ο ερχόμενος και δεν θα αργήσει… είπε και με κοίταξε ήσυχα. Έχω δει τα μικρά της θαλάσσιας χελώνας. Γεννιούνται και όλων των ειδών τα εμπόδια και οι κίνδυνοι είναι εκεί για να μην τα αφήσουν να πάνε στη θάλασσα και τη ζωή. Πασχίζουν με τα ποδαράκια που πιο πολύ για το νερό είναι φτιαγμένα. Και άξαφνα ένα κύμα ποιο μεγάλο από τα προηγούμενα τα αρπάει από την ακρογιαλιά και τα βουτά στη πλατιά θάλασσα και στη ζωή.

Με κοίταξε πάλι και αυτή τη φορά τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Δεν μπορούσε να πει άλλο τίποτα από τη συγκίνηση. Έπιασε τη τσάντα του από το πάτωμα έκλεισε το Βιβλίο που βρίσκονταν ακόμα ανοιχτό μέσα της, και την κρέμασε στον ώμο.

– Είναι ώρα, μου λέει, φεύγω.

Έκανα να διαμαρτυρηθώ, να του πω να μείνει λίγο ακόμη, αλλά τελικά απλώς του άπλωσα το χέρι. Το έπιασε με τα δυο του χέρια και το έσφιξε με ζεστασιά.

– Είμαι ο Νάθαν, μου κάνει. Αν με χρειαστείς θα με βρεις εδώ στην Άρνη.

Ο μεσημεριάτικος ήλιος φώτιζε από απέναντι πια τα τζάμια του καφενέ και κοντράριζε στην φιγούρα του καθώς τον έβλεπα να φεύγει. Μου φαίνονταν λες και οι αχτίδες χύνονταν από αυτόν τον ίδιο. Ωστόσο πίσω του μου είχε αφήσει κάτι από αυτό που ήταν και ήξερε. Λίγο φως για το νόμο της ελευθερίας, κάτι σαν παραβάν που μου τράβηξαν να δω για πρώτη φορά μέσα.

 

[1] Μιλάει για την επιστολή του Ιακώβου από την Καινή Διαθήκη.

[2] Shema Yisrael” σημαίνει “Άκουε Ισραήλ” και είναι η αρχή Εβραϊκής προσευχής που λέγεται τραγουδιστά πρωί και βράδυ.

[3] Τορά ονομάζονται τα πέντε βιβλία που έγραψε ο Μωυσής


Δημοσιεύτηκε

σε

από