Το αβάσταχτο “κριμα” της άγνοιας.
Στο παράθυρό μου κάθισε ένας σπουργίτης. Καφετής και σταχτής.
Τσιμπολόγησε κάτι που μόνο αυτός έβλεπε. Ύστερα με ένα φριτ πέταξε στο κυπαρίσσι δίπλα στο μπαλκόνι μου.
Μου αρέσουν αυτά τα πουλιά. Είναι παρέα μας όλον το χειμώνα. Ενώ τα άλλα φεύγουν για πιο ζεστά μέρη, αυτά το λέει η καρδιά τους ώστε ακόμα και στα σφιγμένα τα κρύα να γεμίζουν ζωή τα δέντρα της παγωμένης πόλης.
Έπινα τον καφέ μου διαβάζοντας, όταν νάτος πάλι. Τώρα κοίταζε και κατά το παράθυρο. Τι να καταλάβαινε άραγε; Τι να σκεφτότανε για το παράθυρο, για μένα και τους κατοπτρισμούς του κυπαρισσιού στο τζάμι; Σηκώθηκα να του φέρω λίγα ψίχουλα. Πράγματι σε μια στιγμή ήμουν πίσω με το πιατάκι γεμάτο ψίχουλα και σουσάμια. Περίμενα να πετάξει για λίγο στο δέντρο για να μη το τρομάξω. Έπειτα άνοιξα ήσυχα και έχυσα το περιεχόμενο στο περβάζι.
Συνέχισα το διάβασμά μου, συνέχισα τον καφέ μου. Τέλειωσε και το διάβασμα και ο καφές. Ο μικρός σπουργίτης δεν φάνηκε. Τα ψίχουλα και τα σουσάμια με κοροϊδεύουν απ’ το περβάζι χυμένα. Κι εγώ που περίμενα ότι θα γίνουμε και φίλοι, σκέφτηκα.
Δεν ξέρει τίποτε για μένα δεν ξέρει ούτε για τα ψίχουλα και τα σουσάμια. Δεν ξέρει τις προθέσεις μου έστω κι αν αυτές είναι καλές. Αυτό δεν άλλαξε σε τίποτα τις προοπτικές στη ζωή του. Δεν άλλαξε καν έστω για λίγο την κατάσταση του στομαχιού του. Κανείς δεν του είπε για μένα ούτε μπορούσε να μάθει και το πρωινό αεράκι πήρε αλλού τις μυρωδιές της ψίχας και του σουσαμιού. Δεν κατάλαβε καθόλου τι έχασε εκείνο το παγωμένο πρωινό και ίσως όλα τα επόμενα παγωμένα πρωινά από μένα στο παράθυρό μου. Δεν γνωριστήκαμε. Τίποτα δεν του πρόδωσε τις αγαθές μου προθέσεις. Πιθανώς το παράθυρο να του ήταν πολύ τρομαχτικό. Πάντως η όποια επικοινωνία μας δεν έφτασε ούτε καν στο επίπεδο των αντανακλαστικών Παυλώφ[1]. Δεν υπήρξε καμμία. Κι αυτός συνέχισε τη ζωή του χωρίς εμένα. Τι κρίμα!
[1] Αντανακλαστικά Παυλώφ είναι αυτά με την βοήθεια των οποίων ένα ζώο μπορεί να αναπτύξει μια θετική αντίδραση σε ένα επαναλαμβανόμενο ερέθισμα που το ευχαριστεί.